Λίγη αγάπη για τον Πειραιά.Μιά αναφορά στα νεοκλασικά της παραλίας του Πειραιά του 1965.

 Από τον Γιώργο Σαματούρα.Μιά αναφορά στα νεοκλασικά της παραλίας του Πειραιά του 1965 «απ’ το τέρμα της Φρεαττίδας και ίσαμε το Αντλιοστάσιο του Νέου Φαλήρου.

 Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.

 Ο Γιώργος Σαματούρας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912. Έζησε κάποια χρόνια στην Θεσσαλονίκη. Στον Πειραιά ήλθε το 1927. Είχε σπίτι στην Καστέλλα ενώ από το 1968 διέμενε στην Γλυφάδα. Εξάσκησε το επάγγελμα του εμπορικού αντιπρόσωπου. Έκανε αρκετά ταξίδια τα οποία περιέγραψε σε κείμενά του. Πέθανε στα 1993. Ανήκε στον φιλικό κύκλο της Φιλολογικής Στέγης.
Απ’ όσα γνωρίζω τυπώθηκαν τα βιβλία του «Πίπης ο Ρέμπελος» στα 1967, «Δώδεκα λαϊκοί ζωγράφοι»,
256 σελίδες στα 1974 και «Ψαρέματα και ταξιδέματα», εκδόσεις ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ, 1987, σελ. 272.
Βιβλία που ανήκαν στην συλλογή του βρήκα πολύ αργότερα στο Μοναστηράκι..



 Από το προσωπικό μου αρχείο αντλώ ένα περιοδικό που αγόρασα στην τιμή του ενός ευρώ στις 23.11.2003.
 Ο τίτλος του είναι: «Σύνδεσμος Ναυτικών Αθλημάτων και Ερασιτεχνικής Αλιείας», Σ.Ε.Α., Δελτίο Νο 6 του μηνός Απριλίου 1965. Είχε έδρα την Αθήνα αλλά λιμενικές εγκαταστάσεις στον Λιμένα Κανάρη (Πασαλιμάνι) στον Πειραιά. Υπεύθυνος ήταν ο Γεώργιος Δ. Σαματούρας. Το κείμενο που μας ενδιαφέρει είναι δικό του καθώς επίσης - όπως αναφέρει - και οι φωτογραφίες.
Από τις σελίδες 8 έως 52 απολαμβάνουμε ένα καθαρά πειραιώτικο κείμενο - αφιέρωμα γεμάτο περιγραφές, αναμνήσεις, λεπτομέρειες για μιά συγκεκριμένη γωνιά της πόλης, την παραλιακή της Καστέλλας μέχρι το Μικρολίμανο και το Νέο Φάληρο, (λιγότερο της Φρεαττύδας), που με βεβαιότητα γνώριζε πολύ καλά ο Σαματούρας επειδή κάπου εκεί είχε σπίτι και δική του βάρκα για ερασιτεχνικό ψάρεμα.

 Η «ΛΙΓΗ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ» ως επιγράφεται το άρθρο, αποδεικνύεται ταπεινή έκφραση, αφού διαπιστώνουμε την απεριόριστη λατρεία του συντάκτη για τον τόπο που έζησε..
Το μεταφέρω απαράλλακτα. Πενήντα χρόνια μετά - αφού μπήκαμε στα 2015 - θα γυρίσουμε στο 1965, να δούμε με τα μάτια του Σαματούρα τον τότε νεοκλασικό παραλιακό Πειραιά.
Θα παρουσιάσω το μεγαλύτερο μέρος των σπάνιων φωτογραφιών, το ασπρόμαυρο χρώμα τους πάνω στο χαρτί δεν έδινε περιθώριο σε πολλές από αυτές να είναι ευδιάκριτες ώστε να εμφανιστούν καθαρά στην οθόνη του υπολογιστή. Ευτυχώς οι συνεργάτες μου έβαλαν τα δυνατά τους και τις επεξεργάστηκαν καταλλήλως...
Δεν άλλαξα ούτε τις λεζάντες επειδή ήθελα να μας «ξεναγήσει» ο ίδιος ο Σαματούρας.
Ο Πειραιώτης ερευνητής αλλά και ο αναγνώστης έχει ν’ αντλήσει πολλά στοιχεία και να διασταυρώσει δεκάδες πληροφορίες.

ΛΙΓΗ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

 Πήρε να χαράξει. Το βουβό κύμα της όστριας άφινε τον αχό του στον απέραντο χώρο του Φαληρικού όρμου με την αναδίπλωσί του στο μικρό ακρωτήρι που σχημάτιζε του Ζαχαρίου. Φωνές ανάκατες με χάχανα φτάνανε ίσαμε ταυτιά μου και ο φύλαξ άγγελος που ξαγρυπνά μέσα μου κινά τις ευαίσθητες χορδές του για να μου θυμίσει πως μου δίνεται η ευκαιρία να ξεκινήσω για την πιο γλυκειάν απόλαυσι, το ψάρεμα. Τα μάτια μου τεντώθηκαν, χαιρόμουν τις φωνές και η ραθυμιά του ύπνου ξεμάκραινε. Τα σφυρίγματα του τραίνου που ακούγονται μοναχά όταν φυσάει στεριανός αγέρας, φτάνανε τώρα ξεκάθαρα προμηνώντας μιάν καλοκαιρίατικη μέρα.
Έτρεξα στο παράθυρο που αγνάντευε το Φάληρο και αναγάλιασε η ψυχή μου στο αντίκρυσμα μιάς ιδιαίτερης κίνησης. Ο Παναγιωτίδης, ο Αλέκος, ο Μίλτος και άλλοι βοηθούνταν να ρίξουνε τις βάρκες τους στη θάλασσα και οι τσουγγράνες άρχιζαν τον ρυθμικό τους παλμό. Ο χώρος της Λάμψης άδειασε, τα εργαλεία μετατοπίστηκαν στη θάλασσα, και οι καραβιδάδες πλήθαιναν με την άφιξι του αγουροξυπνημένου Σαρλώ.
 Σε λίγο φτάσανε και τα Πολιτάκια ο Γιώργος και ο Σωτήρης.
Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και κάνω σήμα στο Σαρλώ να μου κρατήσει δόλωμα. Ανεβαίνω τα σκαλιά που οδηγούνε στον απάνω δρόμο της Λ. Φαλήρου για να βρεθώ σύντομα στο Τουρκολίμανο όπου αράζω το βαρκάκι μου που το βάφτισα το «ΧΡΥΣΟΥΝ ΠΝΕΥΜΑ». Ένα Πολίτικο σκαρί που αφού χρησίμεψε για ιχθυολογικές παρατηρήσεις στην Λίμνη του Κουμουντούρου όπου ο Φραγκής ο Βερνουδάκης ανάλωσε την περιουσία του στην μελέτη του πλαγκτού, κατάληξε στα χέρια μου.
Μια διάφανη ομίχλη ήταν απλωμένη στην περιοχή και το τιτίβισμα των πουλιών του δάσους του Ζαχαρίου γιόμιζε την ατμόσφαιρα με τις γλυκειές λαλιές τους.
Σε λίγο έπαιρνα το δόλωμα κι έβαζα πλώρη για τη βαθειά ξέρα του Άη Βασίλη.
 Το βουβό κύμα που δούλευε ήσυχο και άκακο προμήναγε την ταλαιπωρία του ερασιτέχνη ψαρά πούχει ευαίσθητο στομάχι για να του μετατρέψει την ευχαρίστησι σε τυραννική υπομονή. Το βενζινάκι σκαμπανέβαζε αθόρυβα κι ως ότου σενιάρω το καινούργιο μου μπεντένι βρέθηκα στον τόπο κι έρριχνα το φουντάγιο στις
39 οργυιές.

 Η συννεφιά αντιφεγγίζονταν πάνω στο κύμα που αργοκυλούσε αλλάζοντας τα χρώματα της επιφάνειας σε κιάρα και σε σκούρα μολυβιά. Στις δύο ώρες που ψάρευα στον τόπο δεν άκουσα τσιμπιά. Όμως ήμουνα σίγουρος πως βρισκόμουνα στο σημάδι, μόλο που οι στεριές δεν βοήθαγαν να το εντοπίσω, κι ένας υπομονετικός ερασιτέχνης ψαράς σαν εμένα δεν ξεχνά πως την εποχή αυτή η αλλαγή τόπου δεν δίνει καμμιά σιγουράδα, και φυσικά έμεινα στο ίδιο μέρος.
 Ένα διαβολεμένο ρέμα στο βυθό και ένα άλλο στα μισόνερα δυσκόλευαν τα τσολπίσματα και οι χεριές έπρεπε νάναι απανωτές για να αιστανθώ το τσίμπημα και τι ψάρι πιάστηκε. Επί τέλους να ένα λεθρίνι, πρώτο μπόι, να και δεύτερο και σε λίγο ένας τσαούσης και μαζί μια καλαμόγοπα. Η παρουσία της μανάγκασε ναλλάξω το διπλάρι σε γοπίσια αρματωσιά. Όμως οι γόπες λιγοστές ανάμιχτες με τσερουλομάνες και μαριδομάνες.

 Στο κατέβασμα της καθετής που χρειάζονταν πιότερο από 4 λεπτά, γιατί ψαρεύω πάντοτε με αλαφριά μολυβίθρα, απολάμβανα την καλωσυνάτη μέρα. Η λιακάδα που σήμαινε την παρουσία της στο σκανζάρισμα των σύννεφων διαρκούσε λίγο και πάλι και ζέσταινε το κορμί μου που την δέχονταν ευχάριστα, ύστερα απ’ την πρωϊνή υγρασία που με περόνιασε. Η πεσκάδα είχε γίνει. Το καλάθι ήτανε στα μισά και τα μάτια μου ζύγιαζαν το περιεχόμενο για πιότερο από δυό κιλά.
 Τα πολλά χρώματα, το χρυσαφί και το κόκκινο πορτοκαλλί και το σταχτόμαυρο της μαρίδας έδειχναν όμορφο καλάθι. Άπηχτα ακόμα, πήραν το τελευταίο τους βάφτισμα στη θάλασσα μαζί με το καλάθι, για να σκεπαστούνε και να φτάσουνε στο τηγάνι και στη θράκα.
 Η ώρα ζύγωνε έντεκα. Έπρεπε να ξεκινήσω γιατί ήτανε Κυριακή, να τελειώσω μιά σειρά από απασχολήσεις που τις αφίνω για τη μέρα αυτή. Έβαλα μπρος και πλώρη για του Ζαχαρίου. Ναράξω για λίγο, να ρίξω μιά ματιά στου Μπέη και να διασκεδάσω με τα χοντροκομμένα αλλά πνευματώδικα καλαμπούρια της παρέας που συγκεντρώνονταν εκεί.
 Το μαγαζί του Μπέη ήτανε το κέντρο όπου σύχναζε η νεολαία που κατοικούσε στην Καστέλλα, στου Τσοκαρόπουλου και στα Κρητικά. Ο Μπέης ήτανε ερασιτέχνης ταβερνιάρης και η παράγκα που χρησίμεψε για ζυθεστιατόριο σέρβιρε στους πελάτες της το φρέσκο μαριδάκι, και όπως ο Παπαντώνης ήτανε άσσος στο να κρατάει συντροφιά στις παρέες με το τραγούδι του, έτσι κι’ ο Μανώλης ο Μπέης, ένας ξερακιανός ψηλόκορμος λιοκαμένος νεαρός, σκόρπιζε το άφθονο και πνευματώδικο καλαμπούρι, με την καθαρευουσιάνικη ομιλία του.


Το μαγαζί του Μπέη πίσω απ’ το μώλο και πάνω ο βράχος.

 Η παράγκα που είχε στην ταμπέλα της γραμμένα «ΟΙΝΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΜΠΕΗ» χωρίζονταν σε δυό δωμάτια δίχως πόρτα ανάμεσά τους. Το κύριο δωμάτιο χρησίμευε για σάλλα και δίπλα σαυτό η κουζίνα όπου η χήρα Μπέενα δεν πρόφταινε να σηκώσει κεφάλι απ’ το τηγάνι. Η αίθουσα ήταν ένα γύρω στολισμένη με γούστο από παραστάσεις με αρχαίο διονυσιακό ξεφάντωμα, ζωγραφισμένες από την «χειρ Μπέη» κι ακόμα από τον ζωγράφο Αντρέα Κρυστάλλη που κατοικούσε στην Καστέλλα, και σαν τακτικός θαμώνας εκεί ρουφούσε αχόρταγα το κρασάκι που τον ανακούφιζε και τον απολύτρωνε από τις παράξενες ψυχικές ανησυχίες και πνευματικούς παραλογισμούς του.
 Ο Κρυστάλλης είχε πολύ λίγους φίλους στην Καστέλλα. Εκτός απ’ του Μπέη σύχναζε και στην ταβέρνα του Τακούση που την είχε κι αυτήν διακοσμήσει και στολίσει με μιά σειρά από ελαιογραφίες και φρέσκα πριν πεθάνει, λίγο πιο ύστερα απ’ την κατοχή.
 Ο κύκλος της στεριάς που σχημάτιζε το έξω δεξιά του Τουρκολίμανου μιά κάπως ευρύχωρη πλατεία, στις άκρες της προς τη θάλασσα, το αψήλωμά της είχε σκαφτεί για να σχηματιστούνε μικρές λουρίδες γης όπου στρώνονταν τραπέζια σε διπλή σειρά πάντα γιομάτα κόσμο. Τα τραπέζια μετατοπίζονταν για ναλλάζουνε θέσι ανάλογα τον καιρό γιατί η χοντρή μπουκαδούρα που έγλειφε την βραχώδικη στρώσι της παραλίας, λεία και γλυστερή όπως ήταν παράσερνε τραπέζια και πελάτες στο σκάσιμο της φουσκοθαλασσιάς της.

 Ο Μπέης ήτανε η κυριαρχούσα μορφή του τόπου. Πλαισιωμένος απ’ τον Καπαράκη, τον Μπουντούρη, τον Πολυζώη και τον Γρίπη, σκαρφιζόταν χίλια δυό για να διασκεδάζει τους φίλους του, και τον κόσμο, με τα αυτοσχεδιάσματά του. Είχε ακριβώς στο κέντρο της σημερινής πλατείας που γωνίαζε με το ανατολικό στενό πεζοδρόμιο, έναν κήπο με φάρδος 2 και 4 μέτρα μάκρος, περιφραγμένον με ψιλό σύρμα και στην είσοδό του είχε κρεμάσει μιά μικρή ταμπέλλα που έλεγε.
«Ο κήπος μένει κλειστός:
Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν,
Τρίτην, Πέμπτην και Σάββατον, δεν ανοίγει,
τας Κυριακάς, απαγορεύεται η είσοδος».
 Η αμφίεσί του ήταν λίγο πιο πλούσια απ’ την Αδαμιαία και ντυνότανε μονάχα όταν έπεφτε ο ήλιος, για να υποδέχεται την πελατεία του.
Όποιος κατέβαινε στο Τουρκολίμανο και πήγαινε κατά τον κάβο έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μπροστά απ’ τον κήπο, να κοντοσταθεί για να καλοχωνέψει τα γραφόμενα της ταμπέλλας και να ρίξει μιά ματιά στα απλησίαστα λουλούδια του, και στα δυό πελώρια ηλιολούλουδα με τα γελαστά τους πρόσωπα.
 Έτσι δινότανε καιρός στον Χαρίλαο που δούλευε τότε στου Μπέη, να πλησιάσει την παρέα και να τις υποδείξει το μέρος που έπρεπε να διαλέξει, ανάλογα με το κόψιμο που τις έκανε.
Ευγενικός και καλομίλητος ο Μπέης, έπαιρνε ύφος Πατριάρχη για να εξηγεί με την στομφώδικη και βραδύγλωσση ομιλία του τις ομορφιές του τοπείου και τα αγαθά που τους προσφέρονταν στο μαγαζί.

 Είπαμε πως η παράγκα σχηματίζονταν από πολλά τμήματα συνεχόμενα και ανεξάρτητα. Στο πίσω μέρος, ένα πρόχειρο κιοσκάκι σκεπασμένο με πισσόχαρτο και χωρισμένο με καμουφλάρισμα από κλαριά από φοινικόδεντρα, κομμένα απ’ τα σπίτια του απάνω δρόμου της Καστέλλας, και πλάϊ σαυτό ένα άλλο, που σχημάτιζε κι αυτό ένα ασουλούπωτο και υποτυπώδικο παραπέτασμα.


Ο βράχος που γκρεμίστηκε και τα μπάζα που σκέπασαν μέρος απ’ την αμμουδερή παραλία. Δίπλα η βίλλα του Ζαχαρίου.

 Μπροστά απ’ την μικρή πλατειούλα υπήρχε μιά αμμουδερή αγκάλη κάπου τέσσερα τετραγωνικά μέτρα όπου και στήνονταν ένα ή περισσότερα τραπέζια, ανάλογα με τις ανάγκες. Τα Σαββατοκύριακα το μαγαζί του Μπέη πλημμύριζε από κόσμο και πιο πολύ από νεαρά ζευγάρια που πήγαιναν εκεί γοητεμένα απ’ την ευγενικιά προσωπικότητα του Μπέη, και την προοδευτική ανεκτικότητά του, για την εποχή. Ο Μπέης πίστευε πως ήταν η προσωποποίησι της εξυπνάδας και σαν άλλος Διογένης, δεν άπλωνε να κάνει τίποτα.
 Το μπάνιο, το μακροβούτι, το καλαμπούρι και το πιοτό, με την ατέλειωτη συζήτησι για σοβαρά φιλοσοφικά θέματα που προκαλούσε με την σχετική του μόρφωσι, ήτανε οι μόνες του απασχολήσεις, και η μάννα του που είχε μείνει χήρα και νοιαζότανε για το μαγείρεμα και το τηγάνισμα, τον παρατηρούσε συχνά για την αδιαφορία του.
 Από πάνω απ’ την παράγκα του Μπέη ο βράχος όπου ήταν χτισμένο το τρίπατο όμορφο σε ρυθμό σπίτι του Μακκά, έδειχνε γυμνή την αρρενωπή κορμοστασιά του σε αντίθεσι με την κακομούτσουνη παράγκα του Μπέη που φάνταζε με τα άτσαλα συμπληρώματά της, σαν παραφωνία μπροστά στη φυσική ομορφιά του βράχου.
 Για τα πολύ ντροπαλά ζευγάρια, και όταν του Μπέη ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο, ένα πέρασμα, ανάμεσα από βράχια, οδηγούσε σε μιάν αμμουδερή έκτασι που την σχημάτιζαν η χαμηλωσιά του Μακκά και του Ζαχαρίου.        
 Το φάρδος της αγκάλης αυτής δεν ξεπερνούσε τα είκοσι μέτρα και το μάκρος της τα σαράντα. Το ύψος του απότομου βράχου που ήτανε στητός κι έδειχνε εύκολα την μακραίωνη ηλικία του, με τους γεωλογικούς σχηματισμούς των πετρωμάτων του, είχε ύψος πιότερο από είκοσι μέτρα. Από το ύψος αυτό του βράχου ο κάτω αμμουδερός γιαλός δέχονταν κάθε τόσο τους αυτόχειρες που διάλεγαν τον κάθετον αυτόν γκρεμό για να τερματίζουνε την απελπισμένη τους ύπαρξι.


 Άλλη μιά άποψη του βράχου των αυτόχειρων και η κάτω παραλία. 

 Ακόμη ο αμμουδερός αυτός κόρφος δεχότανε τους κολυμβητές που φτάνανε ως εδώ με τα πόδια ή με τη βάρκα και χρησίμευε για το πλύσιμο, άπλωμα, και στέγνωμα των τρατάρικων και γριγριτζίδικων διχτυών, και σαν φωληά και τόπος ξεκούρασης, για πολλούς αριστοκράτες αλήτες και περιπλανώμενους Ιουδαίους, που τους άρεσε η μαλακιά στρώσι της, ιδιαίτερα στις φυρονεριές.
 Ο τελευταίος, Καστελλιώτης αυτός που αποπειράθηκε να τερματίσει τη ζωή του ήταν ο τσαγκάρης ο Μπάμπης. Είχε δρασκελίσει τον βράχο του Ζαχαρίου και είχε φτάσει στο χείλος του, όταν άκουσε τον Γιάννη τον Γαρύφαλλο να του φωνάζει «στάσου ρε Μπάμπη να σου πω δυό λόγια κι’ ύστερα πέφτεις» - Ήθελε προφανώς να τον απασχολήσει για να ξεχάσει την στιγμιαία απόφασί του - Την ίδια κείνη στιγμή ήτανε βλέπετε κατοχή - ένας Γερμανός αξιωματικός που βρίσκονταν στην κάτω παραλία και είχε δει τις αναποφάσιστες κινήσεις του Μπάμπη τον ενθάρρυνε φωνάζοντας KOMPT KOMPT (έλα δώστου), έτοιμος με τη φωτογραφική του μηχανή ναποθανατίσει το ενσταντανέ του. Ο Μπάμπης δειλός καθώς ήταν, άκουγε πότε τον Περρή και πότε τον αξιωματικό και όπως διηγούνται, σε μιά στιγμή, ο Γαρύφαλλος δένει τον Περρή μένα σχοινί και τον κατεβάζει στον βράχο, αγκαλιάζει σφιχτά τον Μπάμπη, και με την βοήθεια και των περιέργων που είχανε στο μεταξύ μαζευτεί, τον σώζει.

 Έτσι ο Μπάμπης κυκλοφορεί σήμερα στην Καστέλλα και συνεχίζει την δουλιά του σαν τσαγκάρης μαζί με την ερασιτεχνική του μανία ναποχιάζει γαρίδες για να τις πουλά και για να ψαρεύει απ’ τη στεριά, τη Βαρβάρα του.
 Για μας τους Πειραιώτες που ζούμε τα μέρη αυτά και βλέπουμε την μεθοδικιά εξαφάνισί τους δεν μπορούμε να μην αγανακτήσουμε για την εξόντωση κάθε φυσικού τοπείου, όπως τον βράχο του άλλοτε Προξενείου (Μακκά) που ανασκάφτηκε και σκέπασε μεγάλο μέρος απ’ την αμμουδερή αγκάλη, και που σε λίγο θα ισοπεδοθεί για να μείνει, μοναχά, σαν κουκίδα ανάμνησης. Στο κέντρο του Μπέη ξεχείλιζε το κέφι και ιδιαίτερα όταν γίνονταν καλλιστεία για νάβγει ο Μίστερ Καστέλλα.
 Η παρουσία της Καστελλιώτικης χαβάγιας και οι τραγουδιστές του Τσοκαρόπουλου και του Καμαράδου συμπλήρωναν την πανηγυρική αυτή μέρα και οι τέτοιες συγκεντρώσεις ήτανε συχνές και έμειναν αξέχαστες για όσους πήραν μέρος στα αληθινά αυτά ξεφαντώματα.
 Η βίλλα του Μηχανικού Ζαχαρίου, μοναδική στο είδος της στην περιοχή, χτισμένη στην προεξοχή που σχημάτιζαν η χαμηλωσιά του πανύψηλου βράχου και η αμμουδερή παραλίτσα φάνταζε σα νύφη στην Καστέλλα, ήτανε και είναι το καμάρι των περιπατητών που διασχίζουνε τη Λ. Φαλήρου, που οδηγεί στο
Ν. Φάληρο.
Μηχανικός ο Ζαχαρίου, και πλούσιος, έφτιαξε μιά βίλλα κυριολεκτικά χωμένη μέσα στη θάλασσα να συνδυάζει με την δημιουργία ενός πράσινου πνεύμονα μέσα στην άδεντρη Καστέλλα, ένα πραγματικό μουσείο από κάθε ποικιλία ζωντανών πουλιών που συνεχίζουνε την διαιώνισί τους, στην πλούσια βλάστησι που οργίασε με την πάροδο του χρόνου, στον απέραντο κήπο του.
 Για να περιεργαστούμε τη βίλλα Ζαχαρίου πρέπει να τη δούμε πρώτα απ’ τα ψηλά της Λ. Φαλήρου.
Το μάκρος του οικοπέδου που έχει σχήμα μιχτής πολυγωνικής γραμμής είναι πιότερο από εκατό μέτρα, σε κάθε του πλευρά, και καταλήγει στη θαλασσινή περιοχή με το μικρό του ακρωτήρι. Η Βίλλα είναι ένα γύρω τριγυρισμένη από πελώριους τοίχους στολισμένους με κάθε είδους αναρριχητικά και χτισμένη σε αμφιθεατρική θέσι, τοξεύει σόλες τις πλευρές, και ιδιαίτερα στη χαμηλωσιά της θάλασσας. Οι όμορφες βεράντες που τη στόλιζαν ολοτρόγυρα, γκρεμίστηκαν, για να δώσουμε περισσότερο κατοικήσιμο χώρο σε κάτι ξένους άγγλους, μετά την κατοχή.
Η Βίλλα έμεινε δωρεά για τους φτωχούς καλλιτέχνες. Για τον σκοπό αυτό χτίστηκαν δύο πελώρια οικήματα στο εμπρόσθιο μέρος της εισόδου. Όμως τα ευρύχωρα αυτά εντευκτήρια μένουνε αχρησιμοποίητα εδώ και πολλά χρόνια και οι ταλαίπωροι καλλιτέχνες περιμένουνε το κράτος να συμπληρώσει το έλλειμα που παρουσιάζει το κληροδότημα, για να τους επιτρέψει, να τα κατοικήσουνε.
Η πλευρά του Ζαχαρίου, που βλέπει προς τη θάλασσα του Φαλήρου με τον πελώριο τοίχο του, χτισμένον πάνω σε απόκρημνα βράχια, λαξεμένα απ’ τη φύσι να μοιάζουνε σα μεγάλες γλάστρες, φυτεύθηκε με λουλούδια και κυπαρίσσια που υψώνουνε το ανάστημά τους πάνω απ’ τον πανύψηλο τοίχο, για να ανταμωθούνε με τις κορφές των κυπαρισσιών που προβάλλουνε από μέσα.
Περικοκλάδες στολίζουνε όλα τα μάκρη και τα περισσότερα πλάτη του τοίχου προς τη θάλασσα και αγκαλίαζουνε τα πάντα με την αχόρταγη απλωσιά τους, και όπου φωλιές ατέλειωτες ντόπιων και εξωτικών πουλιών, δίνουνε την παρουσία τους με τα πετάγματα, και τις μελωδικές πολυφωνίες τους.
Τόσο για τους περαστικούς του απάνω δρόμου όσο και για κείνους που ψαρεύουνε στη γύρω θάλασσα, η βίλλα καμαρώνει, την απέρριτη ομορφιά της καλώντας τους σέναν ατέλειωτο θαυμασμό, για τη θέλησι ενός ανθρώπου που η αγάπη του συνδυασμένη με τη φύσι που τον μάγευε, δημιούργησε το κομψοτέχνημα αυτό που απρόκλητα διεγείρει τους θαυμαστές της.
Ακόμη κάτω απ’ τον πελώριο τοίχο μικρές νησίδες που ξενερίζουνε απ’ τα λιγόβαθα νερά δίνουνε ξεκούρασι και ανάπαυλα στους κολυμβητές που ξεκινάνε απ’ τη Λάμψι και την αμμουδερή αγκάλη του Μπέη.
 Η Βίλλα του Ζαχαρίου μας διδάσκει, πόσο ο άνθρωπος αποζητώντας το περιττό και μαζί την ευτυχία, με την ιδιαίτερη καλλιέργειά του, άφισε τα ζωντανά αχνάρια της δημιουργικής του ύπαρξης, αντίθετα με τους άλλους πλουσίους κι αυτούς που οικοδομούνε μεγαθήρια για εμπορική εκμετάλλευσι για να φαντάζουνε μαυτά την αμέτρητη άγνοια και αμάθειά τους.
Χάρις στη γενεσιουργό φροντίδα του Ζαχαρίου η περιοχή πλουτίστηκε μένα χτίσμα σαν κι αυτό που γίνεται τόπος προσκυνήματος και θαυμασμού για τους ντόπιους και τους περαστικούς ξένους.

Στο μικρό ακρωτήρι της βίλλας του Ζαχαρίου έστηνε τα νταλιάνα του ο Βασίλης ο Σιναπλής δίνοντας με την σειρά του ένα εξαίσιο θέαμα με το τράβηγμα του σάκκου και τα ζωντανά σπαρταριστά κεφαλόπουλα και λαυράκια που σήκωνε, για να τα πουλά στους περαστικούς που κάνανε βαρκάδα και ζυγώνανε εκεί για ναπολάψουνε το θέαμα.

Η παραλιακή προς το Φάληρο πλευρά του Ζαχαρίου, η σπηλιά του Αργύρη και η διαχωριστική Κατσαρού - Λάμψης.

 Στη διαχωριστική γραμμή του τοίχου του Ζαχαρίου με κείνον του Κατσαρού και κάτω ακριβώς από τον δίμετρο τοίχο που έχτισε ο ίδιος, για να προστατεύει τα λιγοστά δέντρα που φύτεψε στον κήπο του, υπάρχει μιά στρογγυλεμένη παραλίτσα ως πέντε μέτρα φάρδος και στο βάθος μιά μικρή σπηλιά, ένα κομμάτι γυρτού βράχου. Σαυτήν την γωνιά έστηνε την τέντα του ο παραγαδιάρης, ο Αργύρης για να ξεκουράζεται όταν γυρνούσε απ’ το σήκωμα των παραγαδιών, και έτρωγε της περίφημες κακκαβιές αντάμα με την φαμελιά του, αναπνέοντας την φρεσκάδα της ψιλομπουκαδούρας που την σημάδευε χαΐδευτικά με ταπαλό της άγγιγμα.
 Ένα μικρό τσιμεντένιο μωλάκι για το δέσιμο της βάρκας του, και πλάϊ ένας μεγάλος βράχος που μοιάζει ίδιο αυγό χωρίζει το σπίτι του Κατσαρού απ’ το μαγαζί του Κλειδουχάκη. Χρειάζεται να ξυποληθείς για να τον περάσεις και να φτάσεις στο παλιό εντευκτήριο - νεόσοικο του Ομίλου Ερετών Νέου Φαλήρου, που χτίστηκε απ’ τον Μαυρομιχάλη γύρω στα 1884 στην αγκωνή μιάς ευρύχωρης παραλίας ανάκατης με αμμοχάλικο και ριχτά βράχια, και ακριβώς κάτω απ’ τη βίλλα του.  Το εντευκτήριο αυτό μεταφέρθηκε το 1913 στο λιμάνι της Ζέας (Πασαλιμάνι) αφίνοντας εκεί την μαρμάρινη επιγραφή του, κι έναν γέρο φύλακα.

Ο πρώην Όμιλος Ερετών Ν. Φαλήρου. Χτίστηκε το 1886 απ’ τον Μαυρομιχάλη και διασκευάστηκε σε ταβέρνα απ’ τον Παπαμιχαήλ. Ιδιοχτησία του Σπ. Κλειδουχάκη σήμερα δεσπόζει στην περιοχή. (Σημείωση δική μου: Ο Όμιλος Ερετών Φαλήρου ίδρύθηκε στα 1885 με πρώτο πρόεδρο τον Παύλο Δαμαλά. Το τμήμα γης που χτίστηκε ανήκε στην Σταυρούλα Ν. Πιερράκου με δωδεκαετή παραχώρηση. Όμως στα 1888 μεταφέρθηκε στην γνωστή θέση στο Πασαλιμάνι)


 Έτσι μετατράπηκε σε ταβέρνα από κάποιον Παπαμιχαήλ, που την βάφτισε η «Λάμψις της Σελήνης». 
Ο Παπαμιχαήλ μερακλής όπως ήταν, σκόρπισε τα λεφτά του για νάχει ιδιόχτητες βενζίνες που κουβαλούσαν τους πελάτες από την εξέδρα του Φαλήρου και από αλλού. Ακόμα είχε δική του γεννήτρια και έδινε, ηλεκτρικό φως στους γείτονες, κι αργότερα στις προσφυγικές παράγκες που στηθήκανε στην γραμμή της Ακτής Πρωτοψάλτη, μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
 Η πτώχευσι του Παπαμιχαήλ έδωσε την ευκαιρία στον Σπύρο τον Κλειδουχάκη να νοικιάσει το μαγαζί για να το κάνει αποθήκη για το στέγνωμα των βρεμμένων σταριών που εμπορεύονταν τότε, χώρια απ’ το επάγγελμά του που ήτανε εργολάβος για την κατασκευή σιδηρογιοφυριών. Το ευρύχωρο αυτό χτίσμα τοποθετημένο στην κόχη που σχημάτιζαν η συνέχεια της βίλλας του Ζαχαρίου και η κάθετη θέσι της βίλλας του Μαυρομιχάλη ήταν το πιο σίγουρο απάγγειο στις αλαφριές σοροκάδες, χρησίμεψε για να τραβιούνται βάρκες, και για την αποθήκευσι των αλιευτικών σύνεργων των επαγγελματιών ψαράδων και καραβιδάδων, που δουλεύανε στην περιοχή.
Στην παραλία αυτή είχε στημένα τα βάζα του ο Γελαδάκης ο καρναγιέρης και τράβαγε βενζίνες και καΐκια, με μοναδικό βοηθό του το αλογάκι που του χρησίμευε για βίντζι, και λίγο αργότερα όταν μετάφερε την επιχείρησί του στο Τουρκολίμανο, μπροστά στο μαγαζί της Κώσταινας.  
 Ο κουφός ο γαριδάς ξύπναγε απ’ τάγρια μεσάνυχτα κι έσερνε την αποχάρα του γεμίζοντάς την μαλούπα, την άδειαζε στην πλώρη της βάρκας του, ξεδιάλεγε το ψιλό το γαριδάκι, και τόβαζε στα κονσερβοκούτια του. Πούλαγε το μεγαλύτερο μέρος και με τα υπόλοιπα πήγαινε στο ψάρεμα μόνος ή και μαζύ με άλλους ερασιτέχνες. Οι ερασιτέχνες που προμηθεύονταν την γαρίδα τον έχασαν, όπως χάσαν κι άλλους που κάναν την ίδια δουλιά, γιατί με τα χρόνια το ψιλό γαριδάκι λιγόστεψε τόσο που κοντεύει να λείψει ολότελα, σαν δόλωμα για σπάρους και λεθρίνια.
Χρησίμεψε όπως είπαμε στην αρχή για άσυλο των καραβιδάδων και των άλλων θαλασσινών στις μικροφουρτούνες για να δώσει αφορμή στον Κλειδουχάκη που αγαπούσε το συνάφι των ψαράδων, να τους δίνει κανένα ουζάκι, λουκουμάκι και γκαζόζες και σύντομα να σβήσει τόνομα του Παπαμιχαήλ απ’ την ταμπέλλα που ήτανε ακόμα στημένη πάνω στο μαρμάρινο πλαίσιο του Ομίλου Ερετών, και να βάλει τόνομά του από κάτω απ’ το «Λάμψις της Σελήνης».


 
Η «Λάμψις της Σελήνης» στα 1929.

 Η ονομασία που έδωσε ο Παπαμιχαήλ στο μαγαζί του, ήτανε ολότελα δίκαιη, γιατί με ολόγιομο φεγγάρι η μοναδική αυτή γωνίτσα φάνταζε σα μέρα με το καθρέφτισμά του, πάνω στα ρηχά νερά.
Ο Παναγιωτίδης, ο Γιώργος, ο Ηρακλάκιας, ο Παρίσης, ο Γιάννης, ο Ξανθάκης, ο Πέτρος, ο Μπάμπης, 
ο Αλέκος και ο Σαρλώ ήτανε οι μοναδικοί θαμώνες του Κλειδουχάκη, κι ακόμα ο πολυτεχνίτης ο Νίκος 
ο Ρώσσος.
 Αυτοί τότε όπως και τώρα, ψαρεύανε στην περιοχή και βγάζανε καραβίδα, αχιβάδες, κιδώνια, για να προστεθούνε αργότερα οι άσσοι της τζόγας ο Φαταούλας, ο Κατσίγερας ο Μεταχειρισμένος που τυφλώθηκε για να ζητιανεύει τώρα τελευταία στα σκαλοπάτια του ΕΗΣ Ν. Φαλήρου, καθώς και ο Γιοσήφης και λίγο αργότερα ο ερασιτέχνης Απόστολος Δημητρίου.
 Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και πολυτεχνίτης μηχανικός Παλιούρας που ψάρευε στα γύρω της Λάμψης με την βάρκα του, ίδια κιβωτό του Νώε, τα χταπόδια και τα πετρόψαρα, με το πυροφάνι, ζωντάνεψε στα τελλάρα του όλο του όμορφο κομμάτι, που λέγεται Ζαχαρίου και Ακτή Πρωτοψάλτη. Φίλος του Κλειδουχάκη ήπιε μαζί του το τελευταίο κατοσταράκι, τσουγκράνισε την κιθάρα του, είπε την κανταδίτσα του πήγε σπίτι του να ξαπλώσει στο κρεββάτι, και να πεθάνει την ίδια μέρα. .. .. 
Οι πολίτικες βάρκες σε αναγνώρισι της φιλοξένειας και συμπάθειας που τους έδειχνε ο Κλειδουχάκης, έφερναν τους πελάτες απ’ την εξέδρα κατ’ ευθείαν εκεί για να αναγκαστεί ο τελευταίος να πλουτίσει τον κατάλογό του με σαρδέλλα παστή, ταραμά χταποδάκι, μαρίδα και μπαρμπουνάκι, και να στήσει τα πρώτα του βαρέλια, γιομισμένα με γραδάτο κρασί, απ’ τα Σπάτα και το Λιόπεσι.
 Οι κακκαβιές που φτιάχναν οι ψαράδες θαμώνες του ήταν μια λιγουδιά που μαθεύτηκε σύντομα απ’ τους πελάτες, και ο Κλειδουχάκης άρχισε να συναγωνίζεται τους Τουρκολιμανιώτες ταβερνιάρηδες πρώτα, και ύστερα τους Μπαλακάκη, Σκουνάκη, Βαλλιανάτο, Σκέκο της Ακτής Πρωτοψάλτη, και τον Σκουζέ και να τραβά με τη φήμη που απόχτησε η «ΛΑΜΨΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ» την ιδιαίτερη κοσμική πελατεία τους και μάλιστα, όταν τελικά ξυλώθηκαν οι παράγκες το 1931.

Η Ακτή Πρωτοψάλτη και τα μαγαζιά που χτίστηκαν εκεί που ήταν άλλοτε οι προσφυγικές παράγκες.

 Έτσι ξεφύτρωσε δειλά η πρώτη ξύλινη εξεδρούλα για το ζύγωμα των καϊκιών και αργότερα ξύλινα κάγκελα ομόρφαιναν τα γύρω και το μαγαζί που το κουμάνταρε το έξυπνο γκαρσόνι του, ένας Αιγύπτιος πολύγλωσσος, ο Κώστας ο Κιώτης, με το ιδιόρρυθμα δεμένο παπιγιόν του. Το χτίσμα απόχτησε στέγη από γερά κεραμίδια και άρχισε η προοδευτική συμμόρφωσί του, με την προσθήκη και άλλων χτισμάτων πούμιαζαν, σαν τζαμαρίες σε θερμοκήπια.    
 Η Ακτή Πρωτοψάλτη, δηλ. η παραλία που ξεκινά από τη ΛΑΜΨΙ και φτάνει μέχρι το εγκαταλειμμένο από καιρό τυπογραφείο μαμούθ του Ταρουσόπουλου ήταν μιά παραλία φυσική γιομάτη χοντρό αμμοχάλικο. Οι ιδιοχτήτες των σπιτιών στην απάνω Λεωφόρο εξουσίαζαν την περιοχή κάτω απ’ τον γκρεμό και μέχρι την παραλία.
Στου Μακκά (το παλιό αγγλικό προξενείο) οι κυκλικές του σκάλες λαξεμένες πάνω στον βράχο κατέβαιναν στην αμμουδερή αγκάλη αριστερά στου Μπέη. Το ίδιο και το σχολείο όπου δίδασκαν καλόγρηες και μέχρι πρόφατα ακόμα. Πλάϊ του Αξελού παραπλάϊ του Ρεβελάκη και του Πολυχρονίδη.
 Όλοι αυτοί οι ιδιοχτήτες είχανε φτιάξει στον γκρεμό στρογγυλούς προστατευτικούς πύργους με σκαλάκια που οδηγούσανε στην θάλασσα κι είχανε φυτέψει πολλά πευκάκια που ξεριζώθηκαν κατοπινά. Ερείπεια απ’ τους πύργους αυτούς σώζονται ακόμα, αλλά τα σκαλοπάτια εξαφανίστηκαν γιατί χρησιμοποιήθηκαν σαν υλικά απ’ τους πρόσφυγες που εγκατεστάθησαν εδώ μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
 Οι πέτρες που γινήκανε σκάλες, ήτανε υπολείμματα απ’ τα τείχη του Θεμιστοκλή. Όμοια ο Μαυρομιχάλης που είχε παραχωρήσει τη βίλλα του στην Βασ. Όλγα γύρω στα 1905 είχε δικές του σκάλες, που σέφερναν στο εντευκτήριο του Ναυτικού Ομίλου Ερετών, από κάτω.
 Ο Πολυχρονίδης είχε χτίσει μιά μόνιμη κατοικία στην παραλία για τον κηπουρό του, που τον πλήρωσε ακριβά για να τον πάρει απ’ τον Ζαχαρίου, όπου δούλευε πρώτα.
Όταν κατεδαφίστηκαν οι παράγκες κι αποκαταστάθηκε η προσφυγιά στα σπίτια του Τουρκολίμανου κι αλλού, έμεινε μοναχά το χτίσμα του Πολυχρονίδη που νοικιάστηκε μεταπολεμικά στον Λαμπάρα και μετατράπηκε σε ταβέρνα μαζί με τις προεκτάσεις που έκανε στον χώρο, και στον πλαϊνό που ανήκε στον Πατσιφά. 
 Το διπλανό οικόπεδο ανήκε στον συγκληρονόμο του Ποταμιάνου, το Γλαράκη.
Αγοράστηκε για ένα πιάτο φακή από τον Καλλικανζάκο και μαζί της ΛΑΜΠΟΣ [της Λάμπως] που έχτισε το κουκλίστικο σπιτάκι της, αντιγράφοντας τα σχέδια απ’ τις βεράντες του Πολυχρονίδη.
Στην όστρια, η ταβέρνα του Κλειδουχάκη πλημμύριζε από νερά, και όπως στο μαγαζί του Μητσάκη στο Τουρκολίμανο χρειάζονταν να κρατάς ομπρέλλα την ώρα της βροχής, για να προστατευτείς απ’ το σούρωμα των κεραμιδιών, έτσι στην πλημμύρα της θάλασσας και στο γιόμισμα των νερών όπως το λένε, το μαγαζί εγκαταλειπότανε και οι βάρκες τραβιόντανε σύρριζα με το γκρεμό ή πήγαιναν στο χειμωνιάτικο ρεμέντζο τους, στο Τουρκολίμανο. Γενιά ολάκερη από θαλασσινούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες παρελάσανε στο κέντρο της ΛΑΜΨΗΣ και χαίρονταν την προστασία της σε ώρες φουρτούνας.
 Ο Πέτρος ο Καραβιδάς που δούλευε ασταμάτητα την τσουγγράνα του την παράτησε λίγο πριν απ’ τον πόλεμο για να φτιάξει ολόκληρον στολίσκο από βενζίνες και βάρκες για ερασιτεχνική αλιεία και για περίπατους στην περιοχή.
 Η Ακτή Πρωτοψάλτη και σήμερα ακόμα, μετά από κάθε φουρτούνα, γιομίζει από ερασιτέχνες ψαράδες που ψαρεύουνε την βαρβάρα και ιδιαίτερα τα χέλια που αφτονούνε εδώ.
Με την πάροδο του χρόνου ο Κλειδουχάκης και οι άλλοι της Ακτής Πρωτοψάλτη άρχισαν με αφετηρία τη ΛΑΜΨΙ να μπαζώνουνε για να καταλήξουνε προοδευτικά να φτιάξουνε αξιόλογα τσιμεντένια κριπιδώματα που το φάρδος τους αυγάτενε σιγά σιγά και τους έδωσε πιότερο χώρο να στρώνουνε τα τραπέζια τους.
 Έτσι με τα χρόνια η ΛΑΜΨΙ γίνηκε ένα σπουδαίο κέντρο στην περιοχή, μοναδικό στο είδος του, και σε προνομιακή θέσι καθώς ήτανε, ιδιαίτερα ύστερα απ’ την κατασκευή της σκάλας που ενώνει την παραλία με τον απάνω δρόμο, έδωσε περισσότερη ζωή και κίνησι στον εαυτό της και στους άλλους που ωφελήθηκαν από την προοδευτικότητά της.

Το σημερινό μοντέρνο χτίριο «ΛΑΜΨΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ» και από πάνω αριστερά του του Κατσαρού του Παπαδημητρίου και της Κοντογιάννη (πρώην Μαυρομιχάλη).

 Στην μέσα γωνιά που διαγράφει η πελώρια σημερινή αίθουσα της «ΛΑΜΨΙΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ» δυό ντάνες πεντακοσάρικα βαρέλια, γιομισμένα με εξαιρετική ρετσίνα, αναπαύονται τοποθετημένα πάνω σε μιάν εξέδρα από χοντρά μινιαρισμένα τράβες και δοκάρια. Σχηματίζουνε μιάν αρμονικιά γραμμή που προσθέτει στην ομορφιά της σάλλας και χορταίνει το μάτι η απαρρύθμιση απ’ τα ονόματα από Θεούς. Θεές και άλλα μυθικά πρόσωπα σαν της Αθηνάς, του Ποσειδώνα, της Αφροδίτης, του Διόνυσου, του Βάκχου, του Δία, του Άρη, 
του Ήφαιστου και του Κρόνου στην απάνω σειρά και του Απόλλωνα, της Άρτεμης, της Οινόης, της Εστίας, 
της Θέμιδος, της Ήρας, της Δήμητρας και του Ερμή στην κάτω γραμμή.
Τι δε θυμίζουν τα ονόματα αυτά σέναν διανοητή;
Όποιος έχει καθήσει σε μιάν απ’ τις ταβέρνες της Πρωτοψάλτη θα ενοχλήθηκε τουλάχιστον πιότερο από μία φορά απ’ την παρουσία του απαίσιου φυστικά του Βαγγέλη του Κεφαλλωνίτη που αλωνίζει όλα τα παραλιακά κέντρα, για να πουλήσει τα αιγινίτικα φυστίκια του, και να παίζει τα πάνω κάτω με την τόμπολα. Αντίθετα με τους άλλους δυό, τον Γιάννη και τον κουλό τον Μπάμπη που τους συμπαθούσανε όλοι.
 Την γερασμένη πιά, κατσαρομάλλα, προσφυγοπούλα, που παίζει στο μαντολίνο της, το περιορισμένο ρεπερτόριο τραγουδιών του παλιού καλού καιρού, και σε γιομίζει οίκτο και σήμερα ακόμα, με το λυπητερό χαμόγελό της, που το χρωστά σε κάποια της παλιά απογοήτεψι.
 Τον γέρο Μερακλή τον κιδωνά χωμένον μέσα στο καπετανίστικο κασκέτο του, κρατώντας στην αμασχάλη το πανέρι του νανοίγει θαλασσινά της ώρας πασπαλίζοντάς τα με μπόλικο λεμόνι για να δείχνει τη φρασκάδα τους.
 Τον Μιχάλη τον «αρχαίο» ντυμένον με την χλαμίδα να τριγυρνά τα παραλιακά κέντρα για να πουλά τις φρεσκοκομμένες γαρδένιες του να ποζάρει σήμερα με το ναυτικό κασκέτο του, καπετάνιος σε δικό του πια πλεούμενο για ναντιμετωπίζει μιάν άλλη σκληρή ζωή με την επαγγελματική ψαρωσύνη.
Τα μικρά κοριτσόπουλα που σέσπρωχναν ναγοράσεις το μπουκετάκι απ’ τις γαζίες αντικατάστησαν μεσόκοπες γυναίκες, που πουλάνε κάθε λογής λουλούδια.
 Το γέρο Στέφανο τον κιθαρωδό τενορίσκο που δείχνει καημενούλης και συμπαθητικός και ευχαριστιέται νακομπανιάρει με την κιθάρα του τους πελάτες που έρχονται στο κέφι. Το κρασί είναι η μοναδική του απόλαψι και τον βοηθά να βγάζει τις κορώνες του πηδώντας απ’ την πρώτη νότα, στην τελευταία.
 Τον κουφό τον Πέτρο και την μανία που είχε να ψαρεύει τους κοκκοβιούς στα ρηχά της Λάμψης του Ζαχαρίου και του Τουρκολίμανου. Ο Πέτρος έπιανε τόσους πολλούς κοκκοβιούς ώστε μέσα σε λίγα χρόνια, απ’ το 1928 - 1933, κατάφερε να χτίσει σπίτι πάνω στα Κρητικά, το πιο σπάνιο κατόρθωμα, για επαγγελματία ψαρά.
 Η Ακτή Πρωτοψάλτη γνωστή σαν η γωνιά της Λάμψης απόχτησε μεταπολεμικά, ακόμα πιο ευρύχωρα κριπιδώματα με πιότερο από έξη μέτρα φάρδος και μικρές τσιμεντένιες νησίδες που χώνονται μέσα στη θάλασσα, και όπου στρώνονται τραπεζάκια. Όταν η περιοχή Πρωτοψάλτη είναι γιομάτη από κόσμο πιο πολύ τα Σαββατοκύριακα, πλημμυρίζει από μουσική με την οχλαλοή που προκαλούνε τα μεγάφωνα για να διασκεδάζουνε τον κόσμο με τα λαϊκά τραγούδια που είναι η προτίμησι της πελατείας, εδώ που δεν υπάρχει τουριστική απαγόρευσι.
Δεν ακούγονται πια τώρα οι κορώνες του Βάγγου και του Ζαβόλια που διαλαλούσανε τα μαναβικά τους. Ούτε και τα ρυθμικά δονητά στην άσφαλτο απ’ τα πέταλα των γκριζόασπρων αλόγων τους. Ο χώρος της μάντρας του Αναγνωστάκη στένεψε πολύ και το τέννις δεν προσφέρει το άλλοτε άφτονο χορτάρι του. Ο Φώτης ο ψωμάς που κατηφόριζε την Γεωργίου με τα κοφίνια του φορτωμένα καλοψημένες φραντζόλες πάνω στον αρρενωπό γαϊδαράκο του πήγε να στήσει αλλού το στέκι του. Ο ξυδάς που σου άδειαζε στο κατοστάρι και στη μισή το ξύδι δροσερό απ’ τα βαρελάκια που τα φόρτωνε στον άλλον μικροκαμωμένο γαϊδαράκο του μας άφισε χρόνια. Ο Χιώτης ο μανάβης άφισε στο γιο του το καροτσάκι και τον γάϊδαρο για να πουλά τα ζαρζαβατικά του στην Τρ. Μουτσοπούλου και μέχρι την πλατεία της Αλεξάνδρας.
 Στην Ακτή Πρωτοψάλτη υπήρχανε και υπάρχουνε και σήμερα μια σειρά από μαγαζιά που εξυπηρετούνε την πελατεία τους χειμωνοκαλόκαιρα. Η ταβέρνα του Λαμπάρα κι εκείνη του Αρφάνη, δίπλα.

Το ξυλόγλυπτο σπίτι της Λαμπώς κολλητά στου Μαρμαροκόπου. 

 Αφίνουμε το σπίτι της Λαμπώς με τα ξυλόγλυπτά του, για νανταμώσουμε κολλητά σαυτό το σπίτι της Μαρμαροκόπου το γνωστό στην Καστέλλα, «ΩΔΕΙΟΝ» της Λ. Φαλήρου 80. Τα μελωδικά πιανίσιμα της «Ηρωϊκής» του Μπετόβεν είναι της Γεωργίας Μαρμαροκόπου, της δασκάλας του πιάνου.
 Αν οι μαθητές της την απαρνήθηκαν δεν είναι βλέπετε πια της μόδας το πιάνο, εκείνη ξέρει να κάνει κι άλλα πράγματα εξ ίσου καλλιτεχνικά. Ξέρει να μεταφέρει την παθιασμένη αδυναμία της απ’ τη μουσική στο ΓΚΟΜΠΛΕΝ και να φτιάχνει αριστουργήματα. Έχει κι όλας εκθέσει μερικά που έκαναν εντύπωσι για την λεπτή εργασία και τον χρωματικόν τονισμό που σε συνεπαίρνουν και ιδιαίτερα η «Αποκαθήλωσι», η «τελευταία αγάπη του Μπετόβεν» και ο «χορός των Μουσών», που αρνήθηκε τότε να τα πουλήσει για να κοσμούνε σήμερα μαζί με την πλούσια δουλειά που συγκέντρωσε στα χρόνια που πέρασαν, το ευρύχωρο αυτοσχέδιο και απέρριτο περιβάλλον της. [Ακολουθεί μιά αναφορά για το Γκομπλέν χωρίς ενδιαφέρον]

Το σπίτι της Γεωργίας Μαρμαροκόπου της δασκάλας του πιάνου. Το γνωστό παράρτημα «ΩΔΕΙΟΥ» στη Λεωφ. Φαλήρου 80, στην Καστέλλλα. Στο βάθος η παραλία της Ακτής Πρωτοψάλτη, η «Μυρτιδιώτισσα» και το ξύλινο περίπτερο μπροστά στο θέατρο.

 Η Γεωργία Σφακιωτάκη - Μαρμαροκόπου αυτό είναι το καλλιτεχνικό της επίθετο, έχει πάρει μέρος στην ομαδική έκθεσι που έγινε στο Αμερικανικό κέντρο το 1953 μαζί με τις κυρίες Λέσλερ και Παπακωνσταντίνου, στην ομαδική στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά τον ίδιο χρόνο, και στην ατομική της στον Παρνασσό το 1955. Όλος ο πρωϊνός, ο απογευματινός και ο ξενόγλωσσος, ακόμα τύπος μίλησαν εγκωμιαστικά σε μακρά άρθρα για την Γεωργία Σφακιωτάκη -Μαρμαροκόπου. Στην «Φωνή του Πειραιά» 
ο Λαμπρολέσβιος ξεχωρίζει τα έργα της, η «ΓΑΛΗΝΗ» η «ΚΕΡΑΣΙΑ» και άλλα.
 Η καλλιτέχνις αυτή τιμά τον Πειραιά με την επίδοσί της στην ευγενικία αυτή εργασία που ξεκουράζει το μάτι και συμπληρώνει τη ζωγραφική όποιας σχολής.
Στρίβουμε το σπίτι της Μαρμαροκόπου και απ’ το στενό μονοπάτι, που γίνεται αδιάβατο στις σοροκάδες φτάνουμε στο άλλο κομμάτι της Πρωτοψάλτη για νανταμώσουμε το μαγαζί του Χαρίλαου, την ταβέρνα «ΠΟΣΕΙΔΩΝ».

Η Ακτή Πρωτοψάλτη με την ταβέρνα του Ποσειδώνα και στο βάθος το σπήτι του Μακρή απάνω.

 Ο Χαρίλαος που χρημάτισε στου Μπέη και ξέρει τα τερτίπια των ταβερνιαρέων έχει το μαγαζί του σέναν διασκευασμένο χώρο, στην άλλοτε αμμουδερή παραλία που εξαφανίστηκε κι αυτή με τον καιρό. Κι εδώ χτίστηκαν κριπιδώματα όπου στρώνονται τραπέζια και τον χώρο τον μοιράζεται μαζί με τον Μπαλακάκη, το αρχαιότερο ταβερνάκι της περιοχής, που σαν άλλο ομοίωμα του μαγαζιού του Μπέη, συνεχίζει ευπρεπισμένο και συμπληρωμένο την ταβερνική δράσι του, στο ίδιο μέρος.

Η ταβέρνα του Μπαλακάκη στην Ακτή Πρωτοψάλτη με το όμορφο σπίτι από πάνω.

 Δίπλα στου Μπαλακάκη, το πρώτο μεγάλο τυπογραφείο του Πειραιά και των Βαλκανίων, του Ταρουσόπουλου, που όμως σταμάτησε την δραστηριότητά του πριν τον πόλεμο ακόμα, για να μείνουνε τα απέραντα χτίσματα, μέσα σέναν αχανή χώρο χωρισμένον σε τομείς, με τις δύο πελώριες πόρτες του που μένουνε κλειστές κι αυτές.

Το τυπογραφείο Μαμμούθ του Ταρουσόπουλου στην Ακτή Πρωτοψάλτη. [Δεν έκλεισε στον πόλεμο αλλά πολύ αργότερα. Στην συλλογή μου έχω κάποιες εκδόσεις του, όπως το βιβλίο της Μαρίας Αδάμ με τίτλο Ώρες. Πειραιεύς 1958, που γράφει: Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε τον Φεβρουάριο του 1958 στα τυπογραφικά καταστήματα Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλου Νέο Φάληρο, Ακτή Πρωτοψάλτη σε τριακόσια αντίτυπα]


 Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή της πιο πέρα περιοχής θα διακόψουμε εδώ για να κάνουμε την απαρρίθμησι απ’ τα χτίσματα που προηγήθηκαν της βίλλας Ζαχαρίου στον Πειραιά, αφού σκοπός μας είναι να περιγράψουμε την ιστορική τοποθέτησί τους σένα έκαστο απ’ αυτά, πριν τα εξαφανίσει η αλματώδικα αναπτυσσόμενη τεχνική, που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.
Θα φροντίσουμε να διαθέσουμε τον απαιτούμενο χώρο για την περιγραφή εκείνων τουλάχιστον των σπιτιών που βρίσκονται ακόμα, απ’ το τέρμα της Φρεαττίδας και ίσαμε το Αντλιοστάσιο του Νέου Φαλήρου.
 Βρισκόμαστε στην ακραία κορφή της Φρεαττίδας, στον Άη Βασίλη, μπροστά στο αντικαρκινικό που χτίζεται. Μόλη την χρησιμότητά του το χτίριο αυτό καταστρέφει το τοπείο με τον απέραντο όγκο του. Δε θα σταθούμε στα γεγονότα που προηγήθηκαν στην καταδάφισι της έπαυλης Σκουλούδη που ήτανε ένα απ’ τα πιο όμορφα οικοδομήματα στην περιοχή, μα θα εξαντληθούμε στα υπάρχοντα, με την ελπίδα ότι θα περισωθούνε στα αμέσως επόμενα χρόνια.
 Δίπλα και κολλητά στο αντικαρκινικό μεγαθήριο, στην οδό Κοτζιαδών 1, προβάλλει τη σιλλουέττα του το σπίτι του Μαντζαβίνου που χτίστηκε στα 1880 - 85 και αγοράστηκε στα 1915 απ’ τον Πρόδρομο Βαγιάνη για να μείνει τώρα εκεί ο γυιός του, ο Νίκος. Η βίλλα κρέμεται σαν ένας πελώριος εξώστης με την προέκτασί του απ’ ταψηλά ντουβάρια, και σε κάθε πλευρά του κήπου του υψώνεται αγέρωχα ένας απέριττος φοίνικας, σύμβολο της μεταλαμπάδευσης, ιδεών και περιουσίας φερμένες απ’ τις παραμυθένιες χώρες της Χαλιμάς και του δουλεμπορίου.

Το αντικαρκινικό, το σπίτι του Μαντζαβίνου στην Κοτζιαδών 1, και το κουκλάκι του Ζαχαριάδη.

 Δεξιά προς την άνοδο της Κοτζιαδών και στην Ακτή Θεμιστοκλέους 64 συναντούμε ένα τρίπατο κουκλίστικο σπιτάκι, που χάνεται ολάκερο μέσα στην περίσφιξι που τούκαναν τα δυό διπλανά του μοντέρνα δίπατα, και του στέρησαν τον πελώριο κήπο όπου, όταν πρωτοχτίστηκε φάνταζε σαν αλύγιστο κυπαρίσσι.
 Χτισμένο στα 1919 από τον Κ. Ζαχαριάδη, που έφερε τα δολλάριά του απ’ την Αμερική διάλεξε το όμορφο αυτό τοπείο για βίλλα του, και την στόλισε με μιά σειρά από ψηφιδωτά, που κοσμούνε σε αραιές γραμμές και τόπους τόπους την κεντρική θέσι του τρίτου ορόφου, μαζί με τους δυό πυργίσκους του.
Το γνήσιο χρώμα του μπλε διακρίνεται για την λαμπράδα του και σε τραβάει να το προσέξεις από κοντά.
 Λίγα βήματα πιο κάτω, προς την παραλία, χαμηλώνεις τα μάτια σου για να περιεργαστείς ένα δίπατο χτίσμα τοποθετημένο κάθετα σέναν βράχο, τρία μέτρα πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας. Μιά λιγόμετρη παραλίτσα κάτω απ’ τον βράχο, φαίνεται μονάχα όταν τα νερά είναι στην φυρονεριά. Ο τσιμεντένιος περίγυρος το προστατεύει απ’ τα πελώρια κύματα της όστριας που το πασπαλίζουν με την άχνη τους. 
 Μοιάζει σαν μικροσκοπικό φρούριο και φάρος μαζί.
Έχει κι αυτό τα φοινικοειδή του φερμένα απ’ τα τροπικά κλίματα και ιδιαίτερα απ’ τις Καναρίους νήσους. 
 Μιά δράκαινα, φυτεμένη εδώ και δεκάδες χρόνια, υψώνει το λιλιπούτειο ανάστημά της, στο διασκευασμένο παρτέρι, μέσα απ’ την τσιμεντένια οχύρωσι. Ο ιδιοχτήτης του το ονόμασε βίλλα «Τερψιχόρη»...

Τα σπίτια της Κοτζιαδών και η βίλλα «Τερψιχόρη» πάνω απ’ τη θάλασσα.

 Προχωρούμε πάντα σιμά στην παραλία. Αριστερά βλέπουμε τα αλλοτινά χαμόσπιτα, μαζί με τα γνωστά κουτούκια που χρησίμεψαν για καταφύγιο του Πορφύρα που ονομαζόταν «Μισός άνθρωπος», νάχουνε γίνει πολυκατοικίες.
 Ένα καφενεδάκι κάτω από ένα επταόροφο έχει στην ταμπέλλα του γραμμένα ταβέρνα, ο «Πορφύρας». Μπαίνεις μέσα και θαρρείς πως βλέπεις ακόμα τη σκιά του μεγάλου πονεμένου οραματιστή και ακούς τον αχό απ’ τα ποιήματα που έγραψε και απάγγελνε εκεί, και τον Κώστα Θεοφάνους καθισμένον σένα τραπεζάκι απέναντι, ναπαγγέλλει  το ποίημα που του αφιέρωσε με τον τίτλο: ΣΤΗ ΓΑΛΑΖΙΑ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΥΡΑ. [Ακολοθεί το ποίημα]
 Φτάσαμε στην στροφή της Φρεαττίδας και περιεργαζόμαστε τον καινούργιο μώλο. Αρχίζει από εδώ για να φτάσει μέχρι στανοιχτά της Αλεξάνδρας με την επιχωμάτωσι πιο μέσα, που και τα δυό εξαφάνισαν τα λαϊκά μπάνια του Κράκαρη, και την φαρδιά αμμουδερή αγκάλη, απ’ την οποία δε μένουνε παρά μονάχα τα βουλιαγμένα αψηλά ντουβάρια, και οι λιγοστές σκάλες.
Να πώς το τραγούδησε το μέρος ο Αργύρης ο Κωστέας ο λάτρης αυτός της θάλασσας και ακούραστος προωθητής κάθε καλλιτεχνικής εκδήλωσης στον Πειραιά: ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ. [Ακολουθεί το κείμενο που αναδημοσιεύτηκε στην σελ. 7 του βιβλίου του Αργύρη Κωστέα ΕΦΗΜΕΡΑ, «Τα Πειραϊκά Χρονικά», 1965]
 Ούτε βαρκάκια ούτε καΐκια αρμενίζουνε στο νεκρό πια λιμανάκι που γεμίστηκε με μπάζα και ισοπεδώθηκε για να φτάσει σε ίσια γραμμή με τον ιστό που στήθηκε μπροστά στο Ρούσσικο Νοσοκομείο, στην πλατειούλα με το άγαλμα του Βολονάκη. Το κέντρο του Λελούδα που χάριζε στιγμές ρομαντικής έξαρσης απαλλοτριώθηκε κι αυτό κι ανήκει στο θρύλο.
 Το ταβερνάκι που ανήκε κάποτε στον Κωστάλα, δεν φιλοξενεί πια την παλιά πελατεία απ’ όπου πέρναγε ο πασατεμπάς ο «ιδιαίτερος» όπως τον ονόμαζαν.        
 Το ταβερνάκι που το λέγαν «ΣΠΕΤΣΟΠΟΥΛΑ» καμαρώνει την γερασμένη του φάτσα και θυμίζει σόλους εμάς τις όμορφες ώρες και τα γλέντια που κάναμε εκεί.

Η ταβέρνα του Λελούδα στη μεριά της θάλασσας και η «Σπετσοπούλα» δίπλα στο Ρούσσικο Νοσοκομείο.

 Ακριβώς απέναντι στο λιμανάκι της Φρεαττίδας στην πλατεία Λάμπρου Πορφύρα και λίγο πριν φτάσουμε στην ταβέρνα «Σπετσοπούλα» υπάρχουνε ακόμα τα δυό τρία παληά σπίτια στο Νο 70 και 74, που πολύ σύντομα θα εξαφανιστούνε για να γίνουνε πολυκατοικίες, αφού ο Πειραιά απόχτησε το δικαίωμα να υψώνει το ανάστημά του, και πέρα απ’ την Ακρόπολι.

Η Ακτή Θεμιστοκλέους παρμένη απ’ την πλατεία της Αλεξάνδρας. [Διακρίνουμε το «Ρώσσικο Νοσοκομείο»]

 Στεκόμαστε τώρα σιμά στο Ρούσσικο Νοσοκομείο και στην άλλοτε Βίλλα, σήμερα τμήμα μεταγωγών, και κυττάμε προς το κολυμβητήριο του Ολυμπιακού. Βλέπουμε τις βάρκες να μεταφέρουνε τους περιπατητές στον απέναντι μώλο, όπου άλλοτε τα θαλάσσια Θερμά Λουτρά που γκρεμίστηκαν, δεξιά στα σκαλοπάτια της πλατείας Αλεξάνδρας.
 Θα προχωρήσουμε προς τη μεριά της θάλασσας και θα περιεργαστούμε τα ποικιλώνυμα παραλιακά ταβερνάκια, του Κωστάλα και των άλλων, που όλα γκρεμίστηκαν - οσότου φτάσουμε στην πλατεία με το άγαλμα του Νιρβάνα στην είσοδο των δρόμων που ενώνουνε το Ζάννειο απ’ την παραλία.

Η Χαρ. Τρικούπη που γωνιάζει την Φραγκιαδών και το σπίτι του Μέλλιου.

 Να περπατήσουμε τα στενά της Φραγκιαδών, της Κανθάρου και της Χαρ. Τρικούπη για να θαυμάσουμε τα περίφημα καλλιτεχνικά σπίτια, χτισμένα γύρω στα 1869 - 80, μερικά απ’ τα οποία διατηρούνε ακόμα τους φοίνικές τους, και με αφετηρία το σπίτι του Μέλλιου στο 48 νοικιασμένο από την Ιερά Μητρόπολι, να πλησιάσουμε τα σπίτι του 38 και του 36, να δούμε τον Όμιλο Ερετών Πασαλιμανιού μπροστά απ’ το κριπίδωμα.


Ο Όμιλος Ερετών Πασαλιμανιού και τα παλιά και νέα σπίτια στο βάθος.

 Στο Νο 36 την κλινική «Λευκός Σταυρός» και μαζί με τάλλα σπίτια του 20 και του 20α, κλινική Πετρούτσου 
και τα περίφημα χτίσματα το «Ναυτικό Μουσείο» και στη γωνιά τη «Μυροβόλο» και το Μέγαρο του Γαλλικού Ινστιτούτου, πάμε στην κλινική «Παναγιά η Οδηγήτρια».

Το Ναυτικό Μουσείο, το Γαλλικό Ινστιτούτο με τη «Μυροβόλο» και η κλινική «Παναγιά Οδηγήτρια», και το καφενείο «Κυβέλεια».

 Η απλόχωρη διαρρύθμησι των ψηλοτάβανων αυτών σπιτιών της γύρω περιοχής χρησιμοποιήθηκε υποχρεωτικά για να εγκατασταθούνε σαυτά οι πολλές κλινικές.
Στη ΙΙας Μεραρχίας και στους παράλληλους δρόμους της, την Υψηλάντου, την Καραΐσκου και Μπουμπουλίνας είναι χτισμένα τα πιο παλιά σπίτια της εποχής, που πολλά έχουνε κιόλας κλείσει, έναν αιώνα.

Η ΙΙας Μεραρχίας με τα ωραία της σπίτια αριστερά και δεξιά.

 Θα προχωρήσουμε απ’ την κλινική «ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ» λίγα βήματα για να βρούμε το καφενείο «Κυβέλεια» που ύστερα απ’ το χτίσιμό του το 1915 χρησίμεψε για παραστάσεις του Χαρίδημου, όπως και το οικόπεδο του άλλοτε εργοστασίου «ΒΕΤΟ» στην Κάνιγγος, και η μπύρα του Μπουκουβάλα στην Καστέλλα. Θα πλησιάσουμε λίγα βήματα πιο κάτω την αριστερή έξοδο του κινηματογράφου Σπλέντιτ, όπου και βρίσκονταν το θέατρο του Δινοσιάδη - Πεταλά. [Εννοεί θέατρο του Διονυσιάδη]. Το θέατρο του μουρντάρη όπως τον αποκαλούσαν ο Νιρβάνας και ο Π. Μελάς.

Η Λεωφ. Μεταξά και η πλατεία του Πασαλιμανιού με το «ΜΗΤΣΟΣ» που γκρεμίστηκε τον Φλεβάρη φέτο. [Λεωφόρος Μεταξά, τώρα Γρηγόρη Λαμπράκη]

 Να πάμε στην σημερινή ταβέρνα ο «ΜΗΤΣΟΣ» (που γκρεμίστηκε φέτο τον Φλεβάρη), που χρησίμεψε για λαϊκό θέατρο στον Παντελιάδη και τον Ανδριόπουλον με τις περίφημες παντομίμες τους, καθώς και στον Μάριο Γαβριηλίδη που πρωτόπαιξε εκεί το σκετς και λανσάρισε το τραγούδι «το Λέανδρό σου». Και λίγο απόμακρα το θέατρο του Τσόχα πιο πάνω απ’ του Παρασκευά, στο σημερινό «ΑΕΛΛΩ» που ήτανε και πατινάζ.

   Μιά άποψι της παραλίας Τρ. Μουτσοπούλου που οδηγεί στην
   Πλατεία Αλεξάνδρας.

 Βρισκόμαστε πια στην καρδιά του Πασαλιμανιού και θαυμάζουμε τα μοναδικά ίσως αξιόλογα παλιά χτίσματα το καφενείο «Βερσαλλίαι», το ξενοδοχείο «ΚΡΗΤΗ» που εξακολουθεί να φέρει τόνομά του, να δούμε τά άλλα δυό στο πλάϊ για να φτάσουμε στη γωνιά της Ζέας, και πριν προχωρήσουμε να ρίξουμε μιά ματιά στην Θεάτρου, που γωνιάζει τον παράλληλο δρομάκο με το αρχαιότερο φαρμακείο του Ορφανίδη και με το ταβερνάκι του Καμαράδου. Τον σκεπαστόν αυτό χώρο που γνώρισε εποχές, που τροφοδοτεί και σήμερα με το περίφημο κρασί του τη γειτονειά, και φιλοξενεί ακόμα την Πασαλιμανιώτικη χορωδία που σκόρπισε πέρα δώθε, όταν το μαγαζί του Καμαράδου της Σωτήρος στο Σταυρό, έγινε κέντρο των εκκεντρικών πλουσίων που έρχονται εδώ να φάνε το «εξοχικό» τους στο χαρτί.

Η Θεάτρου με την ταβέρνα - παράγκα του Καμαράδου.

 Η ταβέρνα του Καμαράδου όπως και κείνες του Όντρια και του Βορονώφ που ήτανε όλες μπακαλοταβέρνες, εξελιχτήκανε με το κύλημα του χρόνου σε χασάπικα ταβερνάκια και ανοίξανε τα μάτια σε άλλους, για να δημιουργηθούνε, μαγαζιά όπου το κρέας στη θράκα, πουλιέται με το κιλό.
Λόγο πιο κάτω το περίφημο σπίτι του Μίγκελη στο Νο 13 της Τρ. Μουτσοπούλου. Το πρώτο σφουγκαράδικο του Πειραιά που νοικιάστηκε για ταβέρνα «ΟΑΣΙΣ».

Το σπίτι του Μίγκελη το πρώτο σφουγκαράδικο και τώρα ταβέρνα «ΟΑΣΙΣ».

 Στην Τρ. Μουτσοπούλου βρίσκεται το πέτρινο σπίτι του Πασά. Το όνομα Πασαλιμάνι δόθηκε εξ αιτίας του Πασά που κατοίκησε το σπίτι αυτό με τον πέτρινο φράκτη, και λίγο πιο εδώ το καφενείο το Σηράγγειο που γκρεμίστηκε, και όπου αποκαλυφτήκανε τα υπολείμματα απ’ τους αρχαίους νεόσοικους και σκεπάστηκαν απ’ την σύγχρονη πολυκατοικία που χτίστηκε εκεί.

Το πέτρινο σπίτι του Πασά απ’ όπου πήρε τόνομα Πασαλιμάνι. [Ο Σαματούρας ασπάζεται τον λαϊκό μύθο..]

 Αφού περάσουμε το σπίτι με την ταμπέλλα «ΕΘΝΙΚΟΣ» στο  Νο 27 και δούμε τα άλλα στο 33 και 37, που απόμειναν στη συνέχεια, φτάνουμε στη γωνιά της πλατείας της Αλεξάνδρας.

Το περίφημο σπίτι του «ΕΘΝΙΚΟΥ» που δεσπόζει σ’ όλο το τετράγωνο.

Το κουκλίστικο σπιτάκι που γωνιάζει στην πολυκατοικία της πλατείας Αλεξάνδρας.

 Συναντάμε την νιόχτιστη πολυκατοικία βαλμένη πάνω στον χώρο του περίφημου σπιτιού του Βασιλειάδη, όπου κατέβαινε για να μένει ο Βασ. Γεώργιος ο Α΄ και δίπλα σαυτήν την εκκλησιά της Αγίας Αικατερίνης που καμαρώνει τη χάρι της.
 Το σπίτι του Μακκά και το γειτονικό που χρησίμεψε για Τούρκικο, Αιγυπτιακό και Ιταλικό τώρα Προξενείο. 
 Το σπίτι με την ευρύχωρη από κάτω σάλλα, το καφεζαχαροπλαστείο του Καραντάση μαζί με εκείνα του Μάντη στο Πασαλιμάνι, και του Τσαμπούλα στην Καστέλλα, στην άλλοτε στάσι του 17 τραμ, είναι τα μοναδικά από το 1900, μαγαζιά που συνεχίζουνε τη δράσι τους, εκτός από το «Σηράγγειο» που κατεδαφίστηκε.

Το σπίτι του Βασιλειάδη (Ιταλικό Προξενείο) με του Καραντάση από κάτω και πλάϊ το σπίτι του Μαυρομιχάλη σήμερα ΠΙΚΠΑ.

 Προσεγγίζουμε απ’ αλάργα έχοντας αριστερά μας τα θεόρατα σπίτια που μετατράπηκαν τα περισσότερα σε κλινικές και σε σχολεία, και συναντάμε το παρακείμενο κουκλίστικο σπιτάκι που επισκευάσθηκε τελευταία για ναντέξει στην καταδρομή των δεκαετιών πούχει στην πλάτη του, αφότου χτίστηκε το 1875, πάνω ακριβώς απ’ του Παρασκευά.

Το όμορφο σπιτάκι του Καλιμασιώτη πάνω απ’ την «ΣΠΗΛΙΑ» του Παρασκευά. 

 Απέναντί του το ανοιχτό πέλαγο του Σαρωνικού. Η μυριοφώτιστη παραλιακή διαδρομή που ξεκινά απ’ την Αθήνα, περνά την Συγγρού και το Δέλτα, το Τροκαντερό, το Π. Φάληρο και το Έντεν φτάνει περνώντας Άγιο Κοσμά, Δικηγορικά, Γλυφάδα και Βούλα μέχρι Βουλιαγμένη και Βάρη, σημαίνοντας λαμπαδιαστά την πορεία της.
 Η ταβέρνα «ΣΠΗΛΙΑ» του Παρασκευά χωμένη στα κατάβαθα της σπηλιάς της Αρετούσας, δέχεται τους πελάτες στον περιορισμένο χώρο, για νακούσουν τους πιο διάσημους έλληνες και ξένους τραγουδιστές που παρελαύνουνε κάθε τόσο στα προγράμματά της. Το σπιτάκι που βλέπει προς το νησάκι του Κουμουντούρου δείχνει την εικόνα της τρομερής σοροκάδας που ξεσπάει στα απόκρημνα βράχια της Αλεξάνδρας πασπαλίζοντας τα παράλια και τον απάνω δρόμο με τα πελώρια κύματα που χτυπάνε ορμητικά σπάζοντας την φόρα τους, πάνω σαυτά. Δίνει το θέαμα της ασύλληπτης αγριάδας και θαυμάζεται απ’ τους ρέκτες της που την απολαβαίνουνε αδιάφοροι, για τις ζημιές που φέρνει σε θάλασσες και σε στεριές.

Το κέντρο «ΣΠΗΛΙΑ» του Παρασκευά ύστερα από μιά σοροκάδα.

 Ο γυμνός χώρος του Τσοκαρόπουλου με την κουτσουρεμένη τώρα πλατεία απ’ τα καινούργια που χτίστηκαν, και φαντάζουνε σαν χαρτονιένες φιγούρες του Ντίσνευ, δείχνει την παμπάλαια γύμνια του, και τα λίγα δεντράκια που φυτεύτηκαν απ’ το Δήμο δεν φαίνεται να ευδοκίμησαν μόλο το τακτικό τους πότισμα.Το κέντρο που ονομάστηκε «ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ» έχει την πιο εξαιρετική θέα στου Τσοκαρόπουλου.
 Δίπλα σαυτόν τον χώρο προβάλλει την γιγάντια σιλλουέττα του το πέτρινο μεγαθήριο του Παπατέστα. Στέκεται στητό πάνω απ’ τα Βοτσαλάκια της Ακτής Μουνιχίας και αδιαφορεί για τις καθιζήσεις που είναι συχνές στην περιοχή, με τη σιγουράδα απ’ τις υποστηλώσεις που του γίνηκαν από καιρό.

Το πέτρινο μεγαθήριο του Παπατέστα που δεσπόζει πάνω απ’ τα Βοτσαλάκια.

 Από κάτω το γνωστό περίπτερο που χάριζε στιγμές ηδονής φέρνοντας τον επισκέπτη του σε άμεση επαφή με τον αμόλυντον αέρα της μπουκαδούρας, που στο ξεψείχισμά της το σημάδευε χαϊδευτικά βρίσκεται ακόμα βουλιαγμένο ολοσούμπιτο και προκαλεί τον οίκτο, για το κατάντημά του.

Το περίφημο ρομαντικό περίπτερο στα Βοτσαλάκια δείχνει την κατάντια του βουλιαγμένο απ’ την τελευταία καθίζησι.

 Η περιοχή του Τσοκαρόπουλου αν πάρουμε υπ’ όψι μας την σπηλιά του Παρασκευά (Αρετούσα) που καθώς λένε προχωρεί για να φτάσει και μέχρι τα ψηλά του Προφήτη Ηλία για νανταμώσει εκεί την άλλη σπηλιά, είναι γιομάτη από ηφαιστειογενή σπήλαια και οι κατολισθήσεις προς τη μεριά της θάλασσας είναι πολλές. 
 Τα σπίτια που βρίσκονται πάνω απ’ τα Βοτσαλάκια είναι όλα χτισμένα στην αρχή του αιώνα μας, κι έχουνε την πιο πανοραμική θέα στην Καστέλλα.

Το σπίτι του Λύρα καμαρώνει την όμορφη σιλλουέττα του πάνω απ’ τα Βοτσαλάκια. 

 Είμαστε τώρα στην αρχή του ανήφορου της Λ. Γεωργίου. Ο πελώριος προστατευτικός τοίχος χτίστηκε για να σταματά τα γκρεμίσματα του αψηλού βράχου από πάνω και τα χαμόσπιτά του, χαλάστηκαν. Μέσα σαυτά όπως τουλάχιστον διηγούνται αλώνιζαν τα φαντάσματα τη νύχτα. Η ιδιοκτησία της πολύφερνης χήρας μεταπλάστηκε σε βίλλα με πλούσιο αρχιτεκτονικό ρυθμό, και επιμελημένη διακόσμησι.

Το καλλιτεχνικό σπιτάκι χτισμένο στην κορφή του τοίχου της Γεωργίου.

 Βρισκόμαστε στο παληό σπίτι του Καμπά (1865), με τον τεράστιο χώρο του. Σήμερα ερείπιο πια φιλοξενεί χωριστά τις δύο ταβέρνες την «Χωριάτικη» και την «Καλύβα». Όσο κι αν το σπίτι αυτό είναι ανάξιο λόγου από άποψι αρχιτεκτονική, όμως είναι τόσο παλιό, που ξεχωρίζει σε φωτογραφίες παρμένες στα 1870 και αξίζει ναναφερθεί κι ακόμα, γιατί δεσπόζει στην γωνία της Βασ. Καρ. Σερβίας και Λ. Φαλήρου και τον πλουσιομαχαλά με τα σπίτι του Ορηγόνη, του Βασιλειάδη και του Κουμουντούρου, στην κορφή του ομώνυμου λόφου, όπου σήμερα ο Βασ. Ιστ. Όμιλος.

Το σπίτι του Καμπά (1870) και οι ταβέρνες «Χωριάτικη» και «Καλύβα».

 Κατηφορίζουμε την Καρ. Σερβίας για να φτάσουμε στην γωνιά της Παυσιλίπου. Ένα δίπατο σπιτάκι χτισμένο στα 1890, στολισμένο με ξυλόγλυπτες βεράντες και μαρμάρινα αγάλματα άλλα χωμένα στους χώρους που διασκευάστηκαν πάνω στους τοίχους ειδικά γι’ αυτά, κι άλλα που σχηματίζουνε τις κολόνες στα πλάγια της βεράντας τους, κι ακόμα εκείνα που κοσμούνε τον όμορφο κήπο, απ’ όπου ξεπηδά ένας ψηλόκορμος φοίνικας. Το σπίτι στέκει ερειπωμένο και μόλο που είναι νοικιασμένο μένει χωρίς συντήρησι και είναι βέβαιο πως θα καταστραφεί και πολύ σύντομα μάλιστα αν δεν παρθούν μέτρα απ’ τον σημερινό κάτοχό του.

Το δίπατο κουκλάκι στολισμένο με τις ξυλόγλυπτες βεράντες και τ’ αγάλματα στην Παυσιλίπου.

Στην ίδια την οδό Παυσιλίπου είναι τα πελώρια σπίτια χτισμένα γύρω στα 1900, του Μπαχάουερ το ένα και το άλλο του Αναγνωστόπουλου με τους αψηλούς πύργους και τους θεόρατους φοίνικες.

Τα δίδυμα σπίτια του Μπαχάουερ και του Αναγνωστόπουλου στην Παυσιλίπου.

Ανηφορίζουμε τώρα την οδό Επιδαύρου για να συναντήσουμε το σπίτι στη γωνιά της Καρ. Σερβίας και 
Λ. Φαλήρου. Το πελώριο αυτό σπίτι με την μεγάλη βεράντα στο εμπρόσθιο μέρος, βλέπει στο πευκόφυτο δασύλλειο.

Το πελώριο σπίτι της οδού Επιδαύρου και Καρ. Σερβίας, άντικρυ στο αλσύλλιο.

 Στρέφουμε το βλέμμα μας σε εννενήντα μοίρες ψηλά για ναπολάψουμε τα τρία σπίτια μαμμούθ με τις αμέτρητες σκάλες τους. Τα χαρακτηρίζει η πλούσια αρχιτεκτονική σε στυλ μπαρόκ, μιά σπάνια Βενετσιάνικη διακόσμησι, και ιδιαίτερα η προνομιακή τους θέσι στην περιοχή όπου δεσπόζουν ανενόχλητα, σαν όλα τα σπίτια που είναι χτισμένα στην παραλιακή σειρά της Λ. Φαλήρου.

Τα τρία σπίτια μαμούθ εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κατασκευής που αντικρύζουνε τον λόφο του Κουμουνδούρου.

 Συνεχίζουμε με κατεύθυνσι την πλατεία της Καστέλλας. Περνάμε πρώτα το τρίπατο σπίτι του Βοριά στο Νο 23, που επισκευάστηκε τελευταία απ’ τον καινούργιο ιδιοχτήτη του και μοιάζει ίδιο περιστέρι μαπλωμένα τα φτερά.

Το σπίτι του Βορριά, στη Λ. Φαλήρου Νο 23, ανακαινισμένο σαν περιστεράκι.

 Ύστερα συναντάμε την πρώην μπυραρία του Μπάση (σήμερα σχολείο Παπαδάκη), για να θαυμάσουμε το διακοσμημένο με ωραίες γιρλάντες σπίτι στο Νο 43 και να πάμε πιο κάτω στο Νο 41 στο σπίτι του Παπαπαύλου με την τζαμαρία του από πάνω και να θυμηθούμε την ταβέρνα μπακάλικο του κουφού που ήταν από κάτω.

Η παλιά μπυραρία του Μπάση, σήμερα σχολείο της Παπαδάκη.

Ένα άλλο σπίτι της Λ. Φαλήρου 43 πλουμισμένο με όμορφες γραμμές.

Το σπίτι του Παπαπαύλου και η ταβέρνα του Κουφού από κάτω.

 Πιο κει και πλάϊ στου Τζαμπούλα η μπυραρία του Κανακάκη που δύσκολα σήμερα διαβαζεις την ταμπέλλα του απ’ τα ξυλώματα του σουβά, και αγναντεύοντας κάτω το Τουρκολίμανο με τον πλούσιο πλεούμενο και πολύχρωμο διάκοσμό του και τους παπαφίγκους των κόττερων, πλησιάζουμε τα σπίτια στο Νο 57 και 61 και μπαίνουμε τελικά στην πλατεία της Καστέλλας.

Η παμπάλαια μπυραρία του Κανακάκη δίπλα στου Ταμπούλα.

 Εδώ στεκόμαστε για να περιεργαστούμε το καινούργιο ξενοδοχείο το «Καστέλλα» που χτίστηκε πάνω στην θέσι όπου άλλοτε η περίφημη μπυραρία του Μπουκουβάλα, που χρησίμεψε και για καταφύγιο της προσφυγιάς και για παραστάσεις από τον καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημο. Να δούμε τα σπίτια του 85 και 87 που ανήκανε στον Αναγνωστόπουλο και το 89 στον Κουτσουλέντη.

Το σπίτι του Αναγνωστόπουλου στην πλατεία της Καστέλλας.

 Βρισκόμαστε πια στην καρδιά της πλατείας της Καστέλλας, και περιεργαζόμαστε και θαυμάζουμε μαζί το σχολείο της Βυζαντίου (πρώην Δουργούτη), το κομψοτέχνημα αυτό που μαζί με το θεόρατο πλαϊνό του που γωνιάζει τη Σχιστή οδό, στολίζει και ομορφαίνει μαζί με τα Νο 85, 87 και 89, την πλατεία με τα φτηνοκατασκευάσματά της.

Το περίφημο χτίσμα της Δουργούτη, σήμερα σχολείο της Βυζαντίου στην πλατεία της Καστέλλας.

 Περπατάμε πάντα την Λ. Φαλήρου και συναντάμε αριστερά τα δυό μεγάλα σπίτια των Βασιλοπουλέων, και εγγύτατα κείνο του Μακκά. Τα σπίτια αυτά γίνηκαν σήμερα σχολεία, αφού γνώρισαν πολλές περασμένες δόξες.

Τα δίδυμα σπίτια των Βασιλοπουλαίων στη Λ. Φαλήρου λίγο πιο πέρα απ’ την πλατεία της Καστέλλας.

Τα δίδυμα σπίτια των Βασιλοπουλαίων απέναντι απ’ του Τακούση.

 Άντικρυ απ’ αυτά και στη σειρά του απότομου γκρεμού δεσπόζει το σπίτι και από κάτω η ταβέρνα του Τακούση. Το μαγαζί που άλλαξε πολλά ονόματα, σαν νυχτερινό κέντρο, και που μέσα σαυτό κάναν το ντεμπούτο τους οι πιο φημισμένοι έλληνες και ξένοι τραγουδιστές. Ο Κορώνης - Φίλανδρος, ο Μαρούδας 
ο Γούναρης. Ακόμα ο ζωγράφος ο Κρυστάλλης, που το διακόσμησε με ελαιογραφίες και φρέσκα.
Στην ίδια σειρά δυό χαμηλά σπιτάκια στο 64 και στο 66 και παραπέρα το περίφημο σε στυλ σπίτι της Καστριώτου, σωστό φρούριο, που άντεξε στις βόμβες που πέσανε πάνω του, με τον βομβαρδισμό των Γερμανών.
 Προχωρούμε λίγα ακόμα βήματα. Εδώ ήταν το περίφημο τρίπατο του Μακκά χτισμένο στα 1850 που ορθώνονταν πάνω στον απότομο βράχο αντικρύζονταν τον άλλο βράχο του Κουμουντούρου. Το σπίτι που κατοικήθηκε απ’ τον ιδιοχτήτη του και νοικιάστηκε για κατοικία απ’ τον άγγλο πρόξενο, και αργότερα σε ταβέρνα με τόνομα «ΣΕ ΛΑΠΕΝ» και ύστερα «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ», δεν υπάρχει πια.
 Τελευταία πουλήθηκε για οικόπεδο, ο λόφος φαγώθηκε και τα μπάζα του καλύψανε μεγάλο μέρος απ’ την όμορφη αμμουδερή αγκάλη, από κάτω.

Το σπίτι του Μακκά χτισμένο γύρω στα 1850 είναι το καμάρι της Καστέλλας. [Η επιγραφή πάνω του: ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟΝ - ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ]

 Περνάμε σύρριζα στα κάγκελα που είναι στημένα στα σύνορα της έπαυλης Ζαχαρίου για να συναντήσουμε το πέτρινο σπίτι του Κατσαρού χτισμένο στα 1875.
Τα δυό του πατώματα υψώνονται πάνω απ’ τον δρόμο και μας κλείνουνε την απέραντη θέα που προσφέρεται από εδώ.
 Πλάϊ σαυτό το Νο. 76 είναι η βίλλα Μαυρομιχάλη (σημερινή ιδιοκτησία Χριστίνας Κοντογιάννη). Χτισμένη στα 1878 απ’ τον΄ίδιον τον αρχιτέκτονα που έχτισε τα ανάκτορα στο Τατόϊ χρησίμεψε για κατοικία του ίδιου και παραχωρήθηκε στα 1905 ή λόγο νωρίτερα για θέρετρο στη Βασίλισσα Όλγα. Ο Ζάππας που σύχναζε εκεί παρομοιάζει τη θέα της μένα κομμάτι του Βοσπόρου. Αργότερα νοικιάστηκε στον Μιχαλινό με την παράξενη Ρωσσίδα γυναίκα του, που τριγύριζε γυμνή στην ευρύχωρη βεράντα για να γίνεται στόχος των περαστικών και των νεαρών της εποχής. Τη Ρωσσίδα με τα ανεκδιήγητα καμώματα που άφισαν εποχή και ιδιαίτερα στο 
Ν. Φάληρο, όταν ο Αττίκ απαγγέλοντας στο πιάνο κάποιο τραγούδι εκείνη άφισε την συντροφιά της, προχώρησε στο τσιμεντένιο παλκοσένικο, έσχισε την πολυτελέστατη εσθήτα της, άφισε να χυθούν τα βελούδινα στήθια της και λικνίζονταν μπροστά στους χιλιάδες θαμπωμένους ακροατές. Την Ρωσσίδα με τα πολλά πάθη, που οδήγησαν τον Μιχαλινό σε χρεωκοπία και κείνην, φτωχή πια, στα χέρια του γνωστού όμορφου κιθαρωδού. Το Πασαλιμάνι και ο Πειραιάς απολάμβαναν την ξεπεσμένη πια καλλονή ντυμένην με τα υπολείμματα της πλούσιας τουαλέττας της και την λυπόντουσαν για την κατάντια της. Τραγουδούσε με τη σπασμένη φωνή της στις πλατείες και στα κέντρα και άπλωνε τον δίσκο για να μοιράζεται μαζί με τον σύντροφό της τη ζωή, που την έκαναν υποφερτή τα ναρκωτικά που την είχανε κυριέψει, και την συντηρούσαν ακόμα.
 Απέναντι στου Μαυρομιχάλη το παλιό εργοστάσιο του GEO LE JEUNE (το σημερινό 6ο γυμνάσιο) και δίπλα το πολυώροφο μεγαθήριο του Παπαδημητρίου χτισμένο στα 1870. Πλάϊ σαυτό, στο κενό σήμερα οικόπεδο, με τα τρία ολοπράσινα πευκάκια του ήτανε άλλοτε το σχολείο καλογραιών της Καστέλλας και κολλητά το σπίτι του Αρχιτέκτονα Αξελού χτισμένο στα 1890, που κληροδοτήθηκε σήμερα στο ταμείο Αρχιτεκτόνων, με τον πελώριο κήπο του την απλόχωρη είσοδο, τον φοίνικα και τα πεύκα του (σήμερα Ναυτικό Γυμνάσιο Καστέλλας), και παρακάτω το πρώην νοσοκομείο του Ρεβαλάκη χτισμένο στα 1860. Στο 123 το θαυμάσιο αυτό σπίτι με τα εξωτερικά ξυλόγλυπτα στολίδια της κάτω και της πάνω βεράντας ανήκε στον Θεοφιλόπουλο. 
Το αγόρασε η Τσακάλη και φιλοξενούσε ταχτικά τον Βασιληά Γεώργιο που ερχόνταν εδώ για τις διακοπές του, για να αγοραστεί τελικά απ’ τον Ξενοφώντα Πολυχρονίδη που το γιόμισε με τα περίφημα μπρούτζινα κομψοτεχνήματα, φερμένα απ’ τις μακρινές Ινδίες, όπου ήτανε εγκατεστημένος.
 Χτισμένο στα 1870 δείχνει μόλες τις επισκευές που του γίνηκαν την παμπάλαια όψη του. Πιο κάτω το σπίτι του Αναγνωστόπουλου χτισμένο στα 1904 και απέναντι το αρχαιότερο πέτρινο χτίσμα του Μακρή (1855) και πιο κάτω του Σπανού (1912) και απέναντι το σπίτι των Βασιλοπουλέων με τις τρουλένιες βεράντες του.

Το σπίτι του Πολυχρονίδη με τις ξυλόγλυπτες βεράντες του.

Το σπίτι του Αναγνωστόπουλου Λ. Φαλήρου 127 χτισμένο στα 1904.

Το παλαιότερο χτίσμα στη Λ. Φαλήρου. Το σπίτι του Μακρή.

Το σπίτι του Μακρή χτισμένο στα 1860, διατηρεί ακόμα τους φοίνικές του.

Η βίλλα του Σπανού δείχνει τις μοντέρνες προσθήκες που του γίνηκαν τελευταία.

Το σπίτι των Βασιλοπουλαίων με τις τρουλένιες βεράντες.

 Είναι απαραίτητο να κάνουμε το γύρω μας για να αναφερθούμε στα σπίτι της Λ. Φαλήρου 129, 131, 133, που ανήκανε και αυτά στους Βασιλοπουλέους και το Νο 135 που γωνιάζει τη Σχιστή οδό. Τα σπίτια αυτά χτισμένα χτισμένα στην αρχή του αιώνα μας απ’ τον μηχανικό εργολάβο Σκουνάκη πούχει τα θερμά θαλάσσια Λουτρά της Πρωτοψάλτη, πουλήθηκαν σε διάφορους πλούσιους της εποχής.

Τα σπίτια της Λ. Φαλήρου 129, 131, 133 χτισμένα απ’ τον μηχανικό Σκουνάκη.

 Το σπίτι στο 135 αγορασμένο απ’ τον Κουμουντούρο, μετατράπηκε αργότερα σε μπυραρία όμοια με κείνες του Μπάση, το Πανελλήνιο, του Μπουκουβάλα και του Κανακάκη.
Διασχίζουμε τη Σχιστή οδό που μοιάζει ίδιος ισθμός της Κορίνθου για ναπαριθμίσουμε τα σπίτια αριστερά το 3, 5, 7 και το περίφημο σπίτι του Νο 11 πάνω στο λόφο. Από κάτω το παλιό μπακάλικο του Μηνά, ιδιοχτήτη του μπακάλικου που το φώναζαν «κουρελάδικο» έγινε τσιγαράδικο και τώρα φαρνατζίδικο.
 Το οικόπεδο του Μηνά αγοράστηκε από κάποιον Αμερικάνο πού έχτισε από πάνω την όμορφη βίλλα που τη στηρίζουνε μιά σειρά από κολόνες.

Η περίφημη βίλλα του Αμερικάνου στο κέντρο 
της Σχιστής.

Λίγο πιο κάτω σημειώνουμε τα σπίτια του Νο 17, το 19 της Ανδρέου, το 21, 23 και το 25 της Τσακίρη κολλητά της Βυζαντίου. 

Το πελώριο σπίτι της Τσακίρη που γωνιάζει τη Σχιστή στην πλατεία της Καστέλλας.

 Πρέπει να πούμε πως ο λόφος της Σχιστής με την παράλληλό του την Λεωφόρο Φαλήρου, όλο αυτό το αξιόλογο υψωματάκι είχε στα γύρω γύρω του χτισμένα τα πιο ωραία σπίτια απ’ το 1860 μέχρι το 1900 και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με τα καινούργια.
 Όλα τα σπίτια που μνημονέψαμε ανήκανε σε πλούσιες ντόπιες και ξένες οικογένειες που πλούτισαν στα ξένα και κουβάλισαν στην πατρίδα μας τις λίρες και τα δολλάρια και μαζί ότι πολύτιμο φτιάχνανε οι τεχνίτες. 
 Τα σπίτια αυτά με τη μεσολάβησι του χρόνου, σχεδόν αιώνα, απ’ το χτίσιμό τους, άλλαξαν πολλούς ιδιοχτήτες και χρησίμεψαν για κατοικίες σε σπουδαία πρόσωπα ντόπια και ξένα.
Μόλο το ξεθώριασμό τους, όσα σπίτια απόμειναν εξακολουθούνε να στολίζουνε την περιοχή απ’ τον Άη Βασίλη και μέχρι το τέρμα της Λεωφόρου Φαλήρου.
 Οι φωτογραφίες που παραθέτουμε ανάμεσα στο κείμενο, δείχνουνε οι πιο παλιές, την γύμνια της περιοχής και δικαιολογημένα οι ιδιοχτήτες τους διάλεξαν το τοπείο, μοναδικό στην περιοχή, για να στήσουνε τις κατοικίες τους. Οι ανάγκες της σημερινής αστυφιλίας και η σύγχρονη αρχιτεκτονική τα περισφίγγει κάθε μέρα και περισσότερο και είναι φυσικό ότι θα εξαλείψει με τον καιρό τα ίχνη τους.
Ξαναρχόμαστε στην περιγραφή μας της Ακτής Πρωτοψάλτη για να φτάσουμε στου Βαλιανάτου που διαθέτει το μοναδικό ξενοδοχειάκι στην περιοχή μαζί με το μικρό καλλιτεχνικό κήπο όπου βρίσκουνε άσυλο, στο πρότυπο του Μπέη, τα ζευγαράκια που θέλουνε να κρυφτούνε απ’ τα αδιάκριτα μάτια.
 Λίγο πιο πέρα το ζυθεστιατόριο - καφενείο του Σκουνάκη. Το ευρύχωρο αυτό μαγαζί φιλοξενεί τους ντόπιους τον χειμώνα και στρώνει τα τραπέζια του στην παραλία μαζί με τον Δεδούση που κάηκε, τον Δουράμπεη και τον Τόκα.
 Η παραλία απ’ τη Λάμψι, τον Ποσειδώνα και μέχρι την Μυρτιδιώτισσα στρώνεται με τραπέζια την άνοιξι και η πελατεία προτιμά την Φαληριώτικη μαρίδα που είναι ιδιαίτερα περιζήτητη στην περιοχή που φέρει τόνομά της.
 Η Τζαβελλιώτικη σούδα βρομοκόπαγε ολοχρονίς κι ανάγκαζε τους κάτοικους των κάθετων και των παράλληλων δρόμων της Τζαβέλλα να βλαστημάνε την ώρα και τη στιγμή που διάλεξαν το μέρος να κατοικήσουνε.
 Όμως το κακό σταμάτησε γιατί τα νερά και οι ακαθαρσίες διοχετεύτηκαν στον καινούργιο υπόνομο. Ακόμα ο ΟΛΠ φρόντισε να στείλει τις φαγάνες του να σκάψουνε τη ρηχή αμμουδιά σε μεγάλο βάθος για να ξεκολλήσουνε τη βρώμα που είχε διαπεράσει το βυθό, ως ότου βρήκανε καθαρή άμμο. Η ενέργεια αυτή και μόνη ήταν αρκετή για να ξεθαρέψουνε οι ιδιοχτήτες της Τζαβέλλα και των μεταξύ δρόμων, νανεβάσουνε δεύτερα πατώματα ή να φτιάξουνε καινούργιες μοντέρνες κατοικίες με δυό και περισσότερους ορόφους.
Στο δρόμο της Μυρτιδιώτισσας ανοίχτηκαν μαγαζιά που πουλάνε αλιευτικά σύνεργα και δολώματα, ο «ΜΠΑΜΠΗΣ» πρώτα και η «ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ» μεταπολεμικά.
Αντικρύζουμε τώρα την εκκλησιά την «Παναγία την Μυρτιδιώτισσα», ένα πέτρινο χτίσμα που αντικατάστησε την παλιά παράγκα, ατέλειωτο ακόμα, να ομορφαίνει τον χώρο.
 Απέναντι ο γέρο στραγαλάς που μένει με την φαμελιά του σέναν χώρο 1,40Χ4 μέτρα, ετοιμάζει πάντα το μωρουδίστικο καροτσάκι που χρησίμεψε για την κορούλα του για να στήνει πάνω σαυτό τον ταβλά με το φουγάρο, που σιγοκαπνίζοντας αφρατένει τα στραγάλια και σκορπά γύρω την μυρωδιά του φρεσκο-καβουρντισμένου πασατέμπου.
 Πιο κάτω η ταβέρνα του γέρο Σταματάκη. Τ’ αγόρια του την ονομάσανε «ΔΙΧΤΥ» μετατρέποντάς την σένα ευπρεπισμένο μαγαζί που σερβίρει Γαριδόσουπα, ψητά ψάρια και κρέας στη θράκα, σα χασαποταβέρνα. Στήνει τα τραπέζια του στο πεζοδρόμιο στο μέσα και στο έξω της γραμμής που οι ΣΑΠ είχανε είχανε πάντα τη διαχωριστική της ιδιοχτησίας τους και απαγορευτική για τροχοφόρα και αυτοκίνητα. Εκεί βρισκόταν κάποτε το Κλειδί που ανοίγονταν σε καθορισμένες ώρες για να χυθεί η βρωμιά των βόθρων στη θάλασσα. Όμως το κλειδί αχρηστεύτηκε αφότου άλλαξαν την πορεία της αποχέτευσης.
 Η ρόδα που άνοιγε τον πελώριο διακόφτη κλείστηκε σένα τετράγωνο ξύλινο κλουβί και μόνο ο άξονάς του προβάλλει ακόμα κάθετα στο κέντρο του. Το «ΔΙΧΤΥ» στρώνει τα τραπέζια του στην αμμουδερή παραλία που αρχίζει απ’ τον Όμιλο Ερετών και προχωρεί προς την εξέδρα. Είναι ίσως το μοναδικό μέρος όπου οι πελάτες σήμερα, μπορούνε να τρώνε έχοντας τα πόδια τους να δροσίζονται στη θάλασσα, και τα ζευγαράκια να φιλιούνται ανενόχλητα, σα σκιές φωτισμένες απ’ τις αχτίδες του φεγγαριού. 

Η ταβέρνα το «ΔΙΚΤΥ». Φαίνεται το κασόνι που κλείνει τον διακόφτη, και τα μπηγμένα σίδερα της διαχωριστικής.

 Το Λιμενικό φυλάκιο που είναι κολλητά στο ΔΙΧΤΥ απαγόρευε πάντα στο γέρο Κασέλλα να κάνει αμμοληψία για να ζήσει την πολυμελή φαμελία του και τον ανάγκασε να πουλήσει το γκριζόασπρο αλογάκι και το κάρρο του.      
 Όμως η αμμοληψία, έστω και παράνομη είχε και τα καλά της. Τώρα που δεν φτυαρίζεται από τον Κασέλα, 
η άμμο με την σοροκάδα συσσωρεύτηκε και κοντεύει να φτάσει το κριπίδωμα υψώνοντας τα κύματα που κυλάνε στη ριχόπατη παραλία κι’ απλώνονται ανεμπόδιστα στον ελεύθερο χώρο, και φτάνουνε και μέχρι τα ντουβάρια του παλιού θεάτρου, που σύμφωνα με πληροφορίες μας θα γκρεμιστεί πολύ σύντομα, αν δεν παρθούν μέτρα απ’ τον Δήμο μας. Λίγο πιο κάτω απ’ το «ΔΙΧΤΥ» και δεξιά απ’ το κλειδί, είναι στημένο το ξύλινο θέρετρο που μεταφέρθηκε ατόφιο απ’ την Αυστρία και στήθηκε εδώ το 1850 για τον Βασιλιά Όθωνα και κατάληξε να γίνη εντευκτήριο του Ν.Ο.Ε. Ν. Φαλήρου. Το περίπτερο παραμένει ανέπαφο σαν στολίδι στον παραλιακό χώρο, όπου αργότερα προστέθηκαν τα τσιμεντένια χτίσματα του Ομίλου.
 Ο Ζωγράφος Παλιούρας που ήτανε φύλακας σαυτό στη διάρκεια της κατοχής έψηνε στην αυλή τα χέλια και 
τα χταπόδια που ψάρευε στις γύρω παραλίες με το πυροφάνι και το καμάκι του.

Το περίπτερο που στήθηκε εδώ για θέρετρο του Βασιλιά Όθωνα. (1850). [Το ξύλινο περίπτερο και οι λίθινοι νεώσοικοι του Ναυτικού Ομίλου Νέου Φαλήρου χτίστηκαν στα 1906..]

 Στην παραλία δίπλα στον Όμιλο, θα συναντήσετε κάθε πρωΐ τον Αβέρωφ να τραβά κρόκο και να λεντίζει τον σάκκο με το φαληριώτικο μαριδάκι ανάμιχτο με μπαρμουνάκι και καλαμαράκια. Τα πουλά επί τόπου στους περίεργους και σε όσους περιμένουν και εύχονται καλή και πλούσια καλάδα ναγοράσουνε ζωντανά ψαράκια για τα μωρά τους.
 Θα αγνοήσουμε τα σημερινά όρια του Δήμου Ν. Φαλήρου για να περιλάβουμε στον Πειραιά μας την γειτονική περιοχή που την χαίρονταν όλος ο τότε κόσμος.           
Θαρχίσουμε απ’ το παλιό θέατρο που οι ανάγλυφες επιγραφές που το κοσμούνε συμπλεγματικά ΣΑΠ, φανερώνουνε τον ιδιοχτήτη του.

Το εξαιρετικό αρχοντικό αυτό χτίσμα που γνώρισε εποχές, καμαρώνει τώρα και καιρό ερειπωμένο.

 Το Θέατρο που χτίστηκε γύρω στα 1904 όταν πια είχε ηλεκτροκινηθεί ο ατμοκίνητος κολοσούρτης ίσαμε τα τότε Σιδηρόδρομος Αθηνών Πειραιώς. Ήτανε μιά απ’ τις πιο τολμηρές και κερδοφόρες εμπνεύσεις του ΣΑΠ και του Βλάγκαλη που είχε πρωτοέρθει στη διοίκησι, με τον απώτερο σκοπό να δημιουργήσουνε στο Φάληρο αξιόλογη κοσμική κίνησι, κάτι παρόμοιο με κείνο που γίνεται σήμερα με την κοσμοπλημμύρα στο στάδιο Καραϊσκάκη.
Στα 1906 χτίστηκε το όμορφο οικοδόμημα που χρησίμεψε το πάνω μέρος για κατοικία του Βλάγκαλη και το κάτω για εκδοτήρια εισιτηρίων. Στο σπίτι αυτό δίνονταν δεξιώσεις, τα λεγόμενα «Ζουρφίξ» για τους καλεσμένους και το προσωπικό του ΣΑΠ.

Τα παλιά εκδοτήρια των ΣΑΠ μαζί με το ξύλινο περίπτερο - φωτογραφείο.

 Η παραλία που παραχωρήθηκε με την σύμβασι το 1879 στον ΣΑΠ (σήμερα ΕΗΣ), αρχίζει απ’ την ταβέρνα το «ΔΙΧΤΥ» τελειώνει στο κέντρο «ΑΥΡΑ» διχοτομημένη απ’ την άλλη περιοχή με την διαχωριστική γραμμή με τις μπηγμένες ράγιες.
 Λίγο αργότερα χτίστηκαν το ξενοδοχείο που άλλαξε τρεις ενοικιαστές, η εξέδρα και οι μπανιέρες και το κέντρο η Αύρα. Το ξενοδοχείο παραχωρήθηκε στον Ρούσσο για να τον διαδεχθεί ο Γ. Παπάς. Το ζαχαροπλαστείο στον Ρήγο και μεταβιβάστηκε στον Κοντογιάννη. Πυροτεχνήματα καίγονταν πάνω σε μαούνες και μιά από τις πιο σπουδαίες επιδείξεις σε μιά Ναυτική εβδομάδα στα 1928 ήτανε το κάψιμο πυροτεχνημάτων που παρίσταναν το Αρκάδι.
 Ένα κιόσκι μπροστά απ’ την είσοδο του ζαχαροπλαστείου του Ρούσου προστάτευε τους πελάτες απ’ την καυτή λιακάδα και τους μουσικούς που βρίσκανε άσυλο σε ώρα βροχής. Ο αρχιμουσικός Καλομοίρης και άλλοι παίζαν στον χώρο αυτόν. Εδώ έγραψε ο Καλομοίρης το «ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΕΛΑ ΞΥΠΝΑ» απ’ αφορμή κάποιο οικογενειακό του επεισόδιο με τη Γαλλίδα δασκάλα του γυιού του. 
 Μπαίνουμε τώρα στην περιοχή του «ΑΚΤΑΙΟΥ» του άλλοτε μεγαλύτερου ξενοδοχείου των Βαλκανίων για την εποχή του και το Θέατρο της Ταραντέλλας που ήτανε ιδιοχτησία του. Η Ταραντέλλα ήτανε θεατρική επιχείρησι όπου ντεμπουντάρισαν οι γνωστοί μας ηθοποιοί η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Καλπαζόπουλος.

Ότι έμεινε από το παλιό «ΑΚΤΑΙΟΝ» μαζί με τα κέντρα από κάτω και δίπλα.

 Στα 1920 και με την ευκαιρία της επιστροφής του Βασιληά Κωνσταντίνου από την εξορία ο Καλπαζόπουλος απάγγειλε στη σκηνή το πρόχειρο δίστυχο:
Έφυγες και σώπασαν της Αττικής ταηδόνια
Ήρθες Μεγάλε Βασιληά και χάρηκε όλη η φύσι
Και ακούστηκε κάποιος απ’ τους ακροάτες να συμπληρώνει τον ποιητή φωνάζοντας
«ο Κωνσταντίνος μας να Ζήσει»
Πρέπει απαραίτητα να σημειωθεί πως το Νέο Φάληρο ήτανε μοιρασμένο σε δυό περιοχές.
 Την μιά με τον ιδιόχτητο χώρο περιλάμβαινε το Θέατρο, το κέντρο «ΑΥΡΑ» το δίπατο σπίτι των ΣΑΠ, τον κήπο, το φωτογραφείο, το ξενοδοχείο του Ρούσσου και στην παραλία, την εξέδρα και τις ανδρικές και γυναικείες μπανιέρες...

Το Κέντρο «ΑΥΡΑ» στη Φαληριώτικη παραλία δεσπόζει στη διαχωριστική γραμμή με τις μπηγμένες ράγιες.

 Και τη δεύτερη με το Ακταίο, την Ταραντέλλα τη ΡΑΜΟΝΑ (πρώην Καλαμιές) την «ΤΑΜΑΡΑ» το Ρωσσικόν, του Τζίτζικα, τα Λούνα Παρκ την παλιά εξέδρα και τα γύρω της πλατείας μετρημένα τότε μαγαζιά. Οι δυό αυτές περιοχές συναγωνίζονταν η μιά την άλλη με τις ατραξιόν που παρουσιάζανε στον χώρο τους.
 Οι ΣΑΠ κουβαλούσανε την Πειραιώτικη και την Αθηναϊκή αφρόκρεμα στον Σταθμό του Φαλήρου για να γιομίζει τις μπανιέρες, την εξέδρα, και το Θέατρο.
 Η μουσική του ξενοδοχείου του Ρούσσου παιάνιζε στο ειδικά στημένο κιόσκι πάνω στη θάλασσα, πλάϊ στην εξέδρα δεξιά και όπου φαίνονται ακόμα απομεινάρια απ’ τις τσιμεντένιες βάσεις του. Η απλόχωρη πλατεία γιόμιζε από κόσμο, για νακούσει καθισμένη στις αναπαυτικές πολυθρόνες, τον Αττίκ με τα παράξενα πιανίσσιμα και τα περίφημα τραγούδια του που άφισαν εποχή.

Μιά άλλη άποψι της γυμνής παραλίας του Νέου Φαλήρου και στο βάθος το περίπτερο και ο Όμιλος Ε. Ν. Φαλήρου.

 Το «Ακταίον», θέλοντας να αξιοποιήσει την δικιά του περιοχή έστησε την Ταραντέλλα του και μαζί με το Ρωσσικόν και του Τζίτζικα, δέχονταν την κοσμοπλημμύρα που κατέβαινε εδώ απ’ την Αθήνα, και άλλα μέρη με την άλλη συχνή πυκνή συγκοινωνία, τα μονά και τα διπλά τραμ. 

Του Τζίτζικα και ο άλλοτε χώρος που χρησίμεψε για Λούνα Παρκ.

 Οι γραμμές με την διαδρομή τους αγκάλιαζαν ολάκερη την παραλιακή περιοχή και μέχρι το ΕΝΤΕΝ και την Ακαδημία περνώντας τις Τζιτζιφιές, την Καλλιθέα, το Κουκάκι, Μακρυγιάννη, με τέρμα την Ακαδημία.
Ένα μικρό μέρος απ’ τον κόσμο κατέβαινε στα τότε κέντρα, στις Τζιτζιφιές, όπου προσφέρονταν λαϊκή μουσική και μπουζούκια.
 Ο συναγωνισμός λοιπόν στις δύο αυτές περιοχές δημιούργησε την Φαληριώτικη φήμη και η ρομαντική σχολή δούλεψε σκληρά για να διαδόσει τα περίφημα πια τραγούδια που γεννήθηκαν εδώ από μεγάλους συνθέτες, και τραγουδήθηκαν απ’ τον ίδιο τον Αττίκ.
 Στον άλλοτε χωμάτινο χώρο του Θεάτρου της Ταραντέλλας που γίνηκε σήμερα καφενείο, ο Δήμος του 
Ν. Φαλήρου έφτιαξε καλλιτεχνικά κριπιδώματα με τσιμεντένια κάγκελα και πέτρινες καθόδους προς την παραλία με την ψιλή άμμο.

Η Ταραντέλλα που γνώρισε πολλές δόξες ομορφαίνει ακόμα την περιοχή.

 Φύτεψε λουλούδια σε παρτέρια και έστησε τραμπάλλες και κούνιες για παιδική χαρά.
Έτσι τις λιόλουστες μέρες ο χώρος γιομίζει από καροτσάκια με μωρά που αφίνονται να παίζουν στην πεντακάθαρη αμμουδερή παραλία.
 Όμως τίποτα πια δεν θυμίζει την προπολεμική εποχή και η ζωτικότητα και στις δυό περιοχές έχει τέλεια απονεκρωθεί, γιατί γκρεμίστηκε το Ακταίο σταμάτησε η Ταραντέλλα, το Θέατρο έκλεισε. Το «ΤΣΙΟΥ-ΤΣΙΟΥ», η ΡΑΜΟΝΑ και το ΡΩΣΣΙΚΟΝ μετατράπηκαν σε μοντέρνα κέντρα. Μένει μοναχά το τενεκεδένιο κακομούτσουνο περίπτερο στην διαχωριστική γραμμή που μετριέται με 110 χρόνια ζωής, και ακριβώς στο ίδιο μέρος όπου άλλοτε  το τέρμα των τραμ.
 Στην άλλη περιοχή, στους ΣΑΠ, γκρεμίστηκε το γνωστό ΡΩΣΣΙΚΟΝ, με τον πελώριο κήπο του. Η σιδερένια προέκτασι της περίφημης εξέδρας ξυλώθηκε απ’ την καταστροφική μανία των Γερμανών. Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ όπου έπαιζε η μουσική γκρεμίστηκε κι αυτή, και λίγο αργότερα και το ξενοδοχείο.

Οι τσιμεντένιες βάσεις της Ομπρέλλας όπου έπαιζε η ορχήστρα του Ρούσου και στο βάθος το θέατρο.

 Το Θέατρο έχει να δει παράστασι από πάρα πολλές δεκάδες χρόνια και δείχνει το παραπονιάρικο ξεφτισμένο πρόσωπό του. Οι μπανιέρες το ίδιο.
Μένουνε μοναχά οι πέντε πελώριοι ΦΟΙΝΙΚΕΣ που στολίζουνε την όμορφη κι απέραντη πλατεία του Σταθμού που τελευταία νοικιάστηκε στην ΧΕΝ για Λούνα Παρκ για να αναζωογονήσει την φαληριώτικη κίνησι.
 Το Θεατράκι που βρίσκονταν μέσα στον νοικιασμένο απ’ την ΧΕΝ χώρο είχε γίνει ο Ζωολογικός κήπος και οι αρκούδες τα φίδια και τα λογής άγρια ζώα παρήλασαν στο παλκοσένικό του, που γνώρισε δόξες πολλές, με τις μελοδραματικές παραστάσεις, τα λεγόμενα (VAUDEVILLES), με Γαλλικούς,  Βιεννέζικους και Αυστριακούς θιάσους.
 Η Φαληριώτικη παραλία με την ψιλόκοκκη άμμο τραβάει ακόμα και σήμερα τον κόσμο απ’ την Αθήνα και τα πιο μακρινά μέρη. Γυναίκες με μωρά με τα λογής μπογαλάκια, τα παγούρια με το νερό, τα θερμός και τα τζεντζερέδια τους αρχίζουνε να κατεβαίνουνε σε ομάδες με το πρώτο τραίνο να πιάσουνε θέσι, να τελειώσουνε το λουτρό τους και να γυρίσουνε πριν πιάσει η καλοκαιριάτικη λαύρα, στα σπίτια τους.
Άλλοι να μείνουνε ξαπλωμένοι στην άμμο για ηλιοθεραπεία και άλλοι για αμμαθεραπεία. Η κοντινή απόστασι, και το σχετικά φτηνό εισιτήριο δίνει την λύσι στον κόσμο αυτόν, που του κλείστηκαν οι πόρτες των παραλιακών χώρων είτε απ’ την οικοπεδοποίησι ή από την μετατροπή τους σε τουριστικούς χώρους.
 Είναι αδύνατον να περιγραφτεί ο μυριόκοσμος αυτός που ασφυκτιά στριμωγμένος στην στενή αυτή για τα σημερινά μέτρα Φαληριώτικη περιοχή. Η παραλία αυτή που στην μικρότερη φουρτούνα γιομίζει απ’ τα υπολείμματα  της μοντέρνας συσκευασίας, πλαστικά, μπουκάλια ότι λογής και άλλα απορρίματα, μαζί με τα καμμένα λάδια, εκεί που άλλοτε κελύφη από όστρακα σπαρμένα πάνω στην ψιλή σιδερωμένη άμμο γιόμιζαν χαρά την ψυχή των παιδιών που τα μαζευαν στα κουβαδάκια τους.
 Με τον καιρό τα τραμ ξυλώθηκαν και αντικαταστάθηκαν με λογής ευρύχωρα Λεωφορεία. Η θαλπωρή του ρομαντισμού που τροφοδοτούσε τόσες ποιητικές ψυχές εγκατέλειψε κι αυτή την περιοχή για να δοκιμάσει τη θέρμη της αλλού.                          
 Το περίφημο ξυλόγλυπτο σπίτι που χρησίμεψε πολλά χρόνια για αστυνομικό τμήμα, πιο κάτω απ’ το Ακταίο γκρεμίστηκε κι αυτό και έδωσε τη θέσι του σε μοντέρνο χτίριο. Οι βίλλες που βρίσκονται στη συνέχεια του ξυλόγλυπτου ερημώθηκαν ή μετατράπηκαν σε Σχολεία, ακόμα κι αυτό το σπίτι του Μεταξά.

Το μοντέρνο χτίριο που χτίστηκε στη θέσι του ωραίου ξυλόγλυπτου και δίπλα το παλιό σπίτι που γλύτωσε... προσωρινά.

Το καλλιτεχνικό σπίτι του Μεταξά καμαρώνει αγέρωχο στην Φαληριώτικη παραλία.

Ένα από τα περίφημα σπίτια της Φαληριώτικης περιοχής προκαλεί τον περιπατητή.

Τα τσιμεντένια κριπιδώματα που έχτισε ο Δήμος Ν. Φαλήρου από την «ΑΥΡΑ» ως το Αντλιοστάσιο. 

 Η μεταπολεμική εποχή έφερε μεγάλες αναστατώσεις και ανακατατάξεις μαζί.
Η Ρούσσικη παροικία που συμπλήρωσε τα ωραία σπίτια που παραλείπουμε ναναφέρουμε εδώ στην περιοχή Ν. Φαλήρου μέχρι Μοσχάτο, το εγκατέλειψε. Τον ιδεαλιστικό ρομαντισμό αντικατάστησε η παρουσία των ρεμπέτικων τραγουδιών που ξεκίνησαν απ’ τα λεμονάδικα και του Καραϊσκάκη στον Πειραιά.
 Ο Τσιτσάνης και ο Μάρκος και άλλοι άφισαν τα πρόχειρα στέκια τους, ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον χώρο εδώ μεταξύ σχολείου Μοσχάτου και τέρμα Τζιτζιφιές.
Τα διόδια της γέφυρας του Μοσχάτου καταργήθηκαν φυσικά.
 Στεκόμαστε πάνω στο γεφύρι και σημαδεύουμε την απέραντη διαδρομή του Κηφισσού που χάνεται κάπου στα αψηλά της Αθήνας, μέσα στον τσιμεντένιο του αύλακα, και τις ατέλειωτες μικρές και μεγάλες περασιές που γαζώνουνε το ήσυχο φαινομενικά αυτό ποτάμι.
Λίγο πιο μέσα βλέπουμε φουνταρισμένες σαν σε θαλασσινό αραξοβόλι, βάρκες και βενζίνες με τα τεντωμένα παλαμάρια τους δεμένα στα κριπιδώματα.

Το ποτάμι του Κηφισσού δείχνει την ημερωμένη όψι του με τις αραγμένες βαρκούλες.

 Η στιγμή αυτή δεν μαρτυρά τίποτα απ’ τις τρομερές καταστροφές που κάνει τον χειμώνα για να μας θυμίσει τος μεγάλες πλημμύρες του 1929 - 31, εκείνην του 1958, και την τελευταία του 1961.
Όμως ο Κηφισσός για τον οποίο μιλάμε έπαυσε να είναι η θανάσιμη πληγή για τους κάτοικους της χαμηλής στάθμης της περιοχής Ν. Φαλήρου και Μοσχάτου. Η ημέρωσί του συνεχίζεται με την κατασκευή καινούργιων υπόνομων σε συνδυασμό με τους αγωγούς που κατασκεύασαν οι ίδιοι οι Δήμοι στις περιοχές τους, για ναπορροφάνε πρώτα τα νερά της βροχής που λίμναζαν και δημιουργούσαν την πατροπαράδοτη υγρασία. Γερανοί δουλεύουνε μερόνυχτα για να καθαρίζουνε την σαπισμένη άμμο στην πελώρια Μοσχατιώτικη και Τζιτζιφιώτικη παραλιακή έκτασι.
 Οι σκουλικάδες άρχισαν να παραπονιούνται γιατί πριν τον καθαρισμό λίγες και μόνο φτυαριές από άμμο τους έδιναν άφτονο το μαύρο σκουλίκι που χρειάζεται στους ερασιτέχνες, σαν το πιο κατάλληλο και μαζί το πιο φτηνό δόλωμα ύστερα απ’ την σωλήνα, κι αναγκάστηκαν νανεβάσουνε την τιμή του.
Το καλοκαίρι η παραλία αυτή γιομίζει από κόσμο που έρχεται, παρά την απαγόρεψι, να πάρει το θαλάσσιο λουτρό του. Τα απαγορευτικά μέτρα ανατρέπονται μπροστά στην κάθοδο των μυρίων που αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή αμμουδιάς.
Οι Τζιτζιφιές μαζί με το Φάληρο και το Ακταίο ερημώθηκαν απ’ την παλιά τους αίγλη. Και ενώ στο Φάληρο και στην Ταραντέλλα δεν έμεινε τίποτε, αντίθετα οι Τζιτζιφιές και μαζί ένα κομμάτι απ’ το Μοσχάτο μείνανε σαν κέντρα του ρεμπέτικου τραγουδιού που συγκεντρώνει πολύν κόσμο, και ιδιαίτερα στου Παπαϊωάννου. 
 Οι καλοί λαϊκοί τραγουδιστές ιδρύσανε δικά τους κέντρα πολυτελείας και έχουνε τρελλές πιένες. 
Οι παρακατιανοί με λίγες εξαιρέσεις τριγυρνάνε στις ξένες χώρες και ιδιαίτερα στην Αμερική για να διασκεδάζουνε τους ομογενείς που τρελλαίνονται κυριολεκτικά για το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι.
 Ο ΣΕΑ Τζιτζιφιών μένει στην περιορισμένη παράγκα του χωρίς καμμιά αξιόλογη δράσι, αλλά το λιμανάκι του είμαι περίφημο. Οι Τζιτζιφιές προσφέρονται για τον φτωχό ερασιτέχνη γιατί εκεί οργανώθηκε αγορά για ΔΟΛΩΜΑΤΑ και βάρκες ομαδικής εξόρμησης, μένα δεκάρικο. Πιο πέρα το άλλοτε Ιταλικό αεροδρόμιο απέναντι στον Ιππόδρομο έγινε κοσμικό κέντρο από τον ΟΛΠ που φιλοξενεί τους Ιπποδρομιάκηδες και άλλους πλούσιους, όμως είναι ένα πολύ ωραίο διάφανο στολίδι γιατί διαδέχτηκε τα λαμαρινιένα και άλλα κακόγουστα χτίσματα που ήτανε άλλοτε στημένα εδώ με τις στρατιωτικές απόθήκες και εγκαταστάσεις, και ασκήμιζαν την περιοχή με τον ασουλούπωτο όγκο τους, κι ακόμα γιατί σα λιμάνι δίνει προστασία στα μικρά και μεγάλα πλεούμενα.   

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Λίγα χρόνια αργότερα τα πάντα άλλαξαν. Οι εκτεταμένες επιχωματώσεις δημιούργησαν ένα διαφορετικό περιβάλλον, ώστε μόνο η «ζωντανή» περιγραφή του Σαματούρα μπορεί να αναπλάσει στην φαντασία μας. Ειδικά στην φαληρική παραλία που η αλλαγή του χώρου είναι πιο εμφανής.

Ίσως κάποιες επισημάνσεις του Σαματούρα να εντάσσονται στην σφαίρα της «πειραϊκής μυθολογίας», όπως ότι δήθεν η ονομασία του Πασαλιμανιού προέρχεται από τον Πασά που έμενε στο πέτρινο σπίτι, ίσως και να μπερδεύονται κάποια ονόματα ή κτίρια, να μήν αληθεύουν οι χρονολογίες, όμως η όλη περιγραφή του αποτελεί πολύτιμο στοιχείο αναφοράς για την έρευνα αφού γράφτηκε σε μια εποχή που μετασχηματιζόταν ο χώρος από την παλιά στην καινούργια όψη του. Η σπηλιά του Παρασκευά δεν πρέπει να ταυτιστεί με εκείνη της Αρετούσας.
    
Όμιλος Ερασιτεχνών Αλιέων και Ναυτικών Αθλημάτων Πειραιά υπάρχει στην Μαρίνα Ζέας.
Στο λιμανάκι του Μπαϊκούτση βρίσκεται ο «Σύλλογος Ερασιτεχνικής Αλιείας και Ναυτικών Αθλημάτων Πειραϊκής» (ίδρυση στα 1977).
Ο ζωγράφος Ανδρέας Κρυστάλλης ή Κρυσταλλίδης, 1911 - 1951. «Μετά την Κατοχή, είχε τραγική μοίρα: 
τον κλείσανε στο Δρομοκαΐτειο για λίγον καιρό. Έζησε κατόπιν σε κακή ψυχική κατάσταση».
Ο ζωγράφος Σπύρος Παλιούρας, 1875 - 1957, στον Πειραιά από το 1939.       
Βασίλης Λαμπρολέσβιος [Βασίλης Λαμπρέλης], λογοτέχνης, 1908 - 1989.
Κώστας Θεοφάνους, σημαντικός Πειραιώτης ποιητής, βιογράφος Πειραιωτών ζωγράφων και κριτικός τέχνης, 1919 - 2008.  
Ο Δήμος Νέου Φαλήρου συνενώθηκε με τον Δήμο Πειραιά τρία χρόνια μετά, στα 1968, με τον Αναγκαστικό Νόμο 473. 
Αλέξανδρος Βλάγκαλης, 1873 - 1955. Στην γενική διεύθυνση των ΕΗΣ από το 1904 έως το 1945. Γιος του 
ο Νικόλαος Βλάγκαλης, 1907 - 1978. Στους ΕΗΣ από το 1939 έως το 1975.
Μανώλης Καλομοίρης, αρχιμουσικός, 1883 - 1962.
Ο Αττίκ, δηλαδή ο Κλέων Τριανταφύλλου, 1885 - 1944.

Τυπογραφείο Ταρουσόπουλου: Ο Στέφανος Νεστορος Ταρουσόπουλος, γεν. 1859, σπούδασε στρατιωτικός γιατρός, μετέφερε το τυπογραφείο του από την Αθήνα στην Καστέλλα το 1901 δίπλα στο σπίτι που είχε κτίσει πρόσφατα γιά λόγους υγείας του γιού του. Εκεί (με την συμμετοχή των αδελφών του) τυπώθηκαν αμέτρητα βιβλία, αν και τα πρώτα χρόνια έγραφαν την διεύθυνση των γραφείων στην Αθήνα, Ομήρου 6. Άλλα αναγράφουν την οδό Σταδίου και Οφθαλμιατρείου 11. Πέθανε στα 1955. Στο τυπογραφείο εργάζονταν πλέον οι γιοι του Πέτρος (1889 - 1981), Νέστορας (1893 - 1984), ο εξάδελφός τους Στέφανος και ένα ακόμα πρόσωπο. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 τα υλικά του πουλήθηκαν ως μέταλλο. Στα εγκαταλειμμένα κτήρια και στον κήπο έμπαιναν παιδιά και μεγάλοι για «έρευνα» και παιχνίδι..

Ίδρυμα Ζαχαρίου: Μιά ακόμα πονεμένη ιστορία στην υπόθεση των δωρεών διαφόρων ιδιωτών προς τον Δήμο Πειραιά που εδώ και χρόνια ακούω και συζητάω με τους πνευματικούς ανθρώπους της πόλης μας. Για να διατηρηθεί η κληρονομιά, εκτός από το ακίνητο του Πειραιά και η έκταση γης στο Λουτράκι υπήρχαν και χρεόγραφα, σπάνια νομίσματα, γραμματόσημα, βιβλία, πίνακες ζωγραφικής κ.ά.
Είκοσι επτά μόνο από τους πολλούς πίνακες που φυλάσσονταν στην Εθνική Πινακοθήκη μεταφέρθηκαν πρόσφατα στην Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Πειραιά για προστασία και συντήρηση, μέχρι να αξιοποιηθεί το κτήριο που σχεδίασε στην επταετία (1971 - 1972) ο αρχιτέκτονας  Γιάννης Λιάπης (1922 - 1993, όπου μαζί με τον Ηλία Σκρουμπέλο σχεδίασαν γύρω στα 1962 και τον Επιβατικό Σταθμό Αγίου Νικολάου) και υπέγραψε ο μηχανικός Δ. Μπαϊρακτάρης το οποίο θα στεγάσει - όταν τελικά γίνει και διευκρινιστεί η νέα χρήση του - το «Ίδρυμα Αλεξάνδρου Δημ. Ζαχαρίου υπέρ των Απόρων Καλλιτεχνών».


http://dimitriskrasonikolakis.blogspot.gr/


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις